Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και τι θέλεις να είπω εκ μέρους σου εις τας αδελφάς σου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Να μη τας ενδύσης ούτε αύτας εις τα μαύρα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ποίον γλυκύν σου λόγον θέλεις να φέρω προς αυτάς; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Να ήναι ευτυχείς. Αυτόν δ' εδώ τον Ορέστην να μου τον αναθρέψης εις άνδρα ισχυρόν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λάβε τον εις τας αγκάλας σου και φίλησέ τον. Τον βλέπεις διά τελευταίαν φοράν. Ω αγαπημένε μου αδελφέ!

Δεν είπε όμως από τι υπέφερε, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον καταλάβαιναν. «Σου τις έβρεξε η θεία σου Νοέμι;» «Δε σε φίλησε αρκετά η Γκριζέντα; Ξύλο που της χρειάζεται!», είπε ο Μιλέζος, επαναλαμβάνοντας την κακογλωσσιά της λαίμαργης υπηρέτριας. «Ουφξεφύσησε ο Τζατσίντο ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρατήσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και καθώς ο ώμος του έτρεμε ο ντον Πρέντου το πρόσεξε και χλόμιασε ελαφρά.

Ο βασιλιάς φίλησε τρυφερά τους δυο τυχοδιώχτες. Ήταν έξοχο θέαμα η αναχώρησή τους και ο μεγαλοπρεπής τρόπος με τον οποίον υψωθήκανε αυτοί και τα πρόβατά τους πάνου από τα βουνά. Οι φυσικοί τους αποχαιρετίσανε, αφού τους φέρανε σε μέρος ασφαλισμένο κι' ο Αγαθούλης δεν είχε πια άλλη επιθυμία κι' άλλη σκέψι από το να πάη να προσφέρη τα πρόβατά του στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Είδε που λείπαμ' εμείς από το στρώμα. Άκουσε και το κακό που γινόταν έξω. Έβαλε τις φωνές. — Μάνα μάνα· πού &είσατε& μάνα; Επήγε η ψυχοπαίδα μας, που νάκοβε το πόδι της κάλλιο· τόφερε κι αφτό. Το πήρε η μάνα, τόσφιξε στην αγκαλιά· «πουλάκι μου!», το φίλησε, τόβαλε στην ποδιά της. Άρχισε πάλι νανακατώνη με ταδράχτι τα λαλάγκια, να ξεροψήνωνται.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απέθανεν ο Αντώνιος; Φονεύεις την βασίλισσάν σου αν πης ναι, αχρείε· αν όμως αναγγείλης ότι είναι ελεύθερος και υγιαίνει, λάβε χρήματα και φίλησε τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης, την οποίαν βασιλείς ήγγιζον εις τα χείλη των και τρέμοντες εφίλουν. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εν πρώτοις, κυρία, σου αναγγέλλω ότι είναι καλά.

Πόσον πνεύμα και πυρ ενέχει η μετά του απεσταλμένου του Αντωνίου συνομιλία αυτής, όταν ούτος τη αναγγέλλει την δυσάρεστον αγγελίαν του γάμου του μετά της Οκταβίας! Άπασα η βασιλική της υπερηφάνεια και η ωραιότης εν ταυτώ εκδηλούνται εν τη αμοιβή ην τη υπόσχεται: «Ιδού λάβε χρυσόν και φίλησε Τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης».

Έπειτα ξεσκέπασε λίγο το σώμα, ξαπλώθη κοντά του, δίπλα στο φίλο της, του φίλησε το στόμα και το πρόσωπο, και τον αγκάλιασε σφιχτά. Κορμί με κορμί, στόμα με στόμα, παραδίνει έτσι την ψυχή της, και πεθαίνει κοντά του για τον πόνο του φίλου της.

Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.

Φίλησέ την, πολεμιστά μου. Επολέμησε σήμερον ως θεός, όστις μισών το ανθρώπινον γένος, έλαβε την μορφήν αυτού διά να το καταστρέψη. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατάχρυσον πανοπλίαν θα σου δώσω, φίλε, ανήκουσάν ποτε εις βασιλέα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι άξιος αυτής, και απαστράπτουσα εξ αδαμάντων, ως το ιερόν άρμα του Φοίβου, αν ήτο.

Έκαμε δυο βήματα μέσα· στάθηκε πάλε, ξαναπροσκύνησε ταπεινότερα. Έπειτα σα να τον έσπρωξε κανείς ήρθε γοργά, γονάτισε μπροστά στο σοφά και φίλησε το χέρι του Χαγάνου. Εκείνος ορθοκάθισε αμίλητος και φοβερός. Όλη η περηφάνεια κ' η ξυππασιά της φυλής του ζωγραφήθηκαν στο πρόσωπό του. Η ταπεινοσύνη του Θεομίσητου του άρεσε πολύ. — Σήκω, Πέτρο· του είπε με χαμόγελο.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν