United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι. Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός. — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά. — Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε. — Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται. Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα.

Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.

Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.

Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος. Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι.