United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα... Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν. — Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε. — Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης; — Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει.

«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270 θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, όπως αυτός ήταν καλόςτα έργα καιστους λόγους• τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι• και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275 ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι• και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280 για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων• γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν• δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση• και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285 φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω• αλλ' άμε συτο σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290 μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα• το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτατα διάπλατα πελάγη». 295

Τότε της απεκρίθη ο Αϊδήν και της λέγει· θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και ωσάν τελειώσης και αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις, την οποίαν εγώ μελετώ να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις γνωρίσει την γενναιότητά μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά την συνήθειαν.

Ω! — και δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσης το πόδι από τη γη, να τελειώσης όλα τα βάσανά σου! — Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μουτο αισθάνομαι! Ω Γουλιέλμε; Με πόση χαρά θα έδινα τη ζωή μου για να περάσω μέσα από τα σύννεφα σε κείνη την ανεμοζάλη, να πιάσω τα κύματα!