United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος, αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα. Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος «Κανών».

Μόνος ο Σταυρής, ο καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την ρίνα: — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη! Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν Σκόπελον.

Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους, ο άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.

Το δειλινόν εχάσαμεν την κώμην, κρυφθείσαν όπισθεν μιας άκρας στενής και μακράς. Κατευθυνόμεθα προς βορράν, ανοικτά, προς την Σκόπελον. Ο φάρος της Γλώσσης επί τινος βράχου, ως πύργος γλάρων επί αργιλλώδους, γυμνού εδάφους. Μικρόν κατά μικρόν εξαφανίζονται οι έρημοι όρμοι της Σκιάθου εις ευθείαν τεφρόχρουν γραμμήν.

Πλην πόθεν προήλθε το ναυάγιον και εκ ποίας αφορμής εβυθίσθη η γολέττα; Επιστεύθη κατ' αρχάς ότι έγεινεν όπως όλα τα ναυάγια, δηλ. από τρικυμίαν, από ύφαλον ή σκόπελον, κτλ. Την αληθή αιτίαν μόνον ίσως κανείς γηραλέος πνευματικός, εις την Αγίαν Άνναν ή εις τα Καψοκαλύβια του Άθωνος, θα την έμαθεν.

Τον σκόπελον τούτον δεν κατωρθώσαμεν να διαφύγωμεν κατ' αρχάς, είχε δε το παρόν έργον λάβη τοιαύτας διαστάσεις, ώστε προ έξ μηνών ηναγκάσθημεν να προβώμεν εις τελείαν αυτού ανασκευήν. Εργασθέντες δε δι' όλου του θέρους κατωρθώσαμεν να επαναφέρωμεν αυτό εις τα παρόντα όρια.

Και επεχείρει εκ νέου, αλλά πάλιν η γλώσσα της επρόσκοπτεν εις τον ανυπέρβλητον σκόπελον. Τότε δε έλεγεν αλλ' αντ' άλλων, ως ζαλισμένη, και τα μάτια της οτέ μεν έσβυναν, οτέ δε εξέπεμπαν λάμψεις πυρετού. Αλλ' ο Μανώλης ούτε εμάντευεν, ούτε έβλεπε τίποτε από την μεγάλην εκείνην τρικυμίαν. Είχεν άλλως τε και αυτός την ιδικήν του τρικυμίαν.

Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον; Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε. Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την πόσιν.

Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς.