United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς μετά πόνου μεγάλου την επήκουσε, και της έταξε διά να κάμη καθώς παρήγγειλε. Και τελειώνοντας αυτά τα λόγια η Τζελίκα έχασε τες αίσθησές της, και ο πατέρας της νομίζοντάς την αποθαμμένην, ετραβήχθη από εκεί γεμάτος κλάματα και οδυρμούς διά τον θάνατόν της· έπειτα έδωσε θέλημα και την έφεραν εις τον τάφον με πολλήν τιμήν καθώς το είδες με τα μάτια σου.

Εσκέπτετο, υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών, κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους, τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.

Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Παρήγγειλε να σου ειπώ, ως νέος τιμημένος, κ' ευγενικός, και αγαθός, και καλοκαμωμένος, κ' ενάρετος αληθινά... Η μάνα σου πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Η μάνα μου; η μάνα μου πού είναι; — Είναι μέσα. Και πού θα ήναι; θαυμαστήν απόκρισιν μου δίδεις: «Παρήγγειλε να σου ειπώ ως νέος τιμημένος, «πού είν' η μάνα σου».

Επειδή δε πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρωνται κατά του Αλεξάνδρου και μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε κατηγορητήριον κατ' αυτών και καταδίκην, λέγων ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους και Χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν.

Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ' εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον. «Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν.

Εκείνος της παρήγγειλε να υπάγη να είπη εις τους «αδελφούς του», ότι αναβαίνει προς τον Πατέρα του και ιδικόν των Πατέρα και Θεόν του και ιδικόν των Θεόν. Είτα έγινεν άφαντος.

Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και το απέθεσεν επί της τραπέζης. — Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.

Ενώ δε εις το τέλος του βιβλίουως μου παρήγγειλε να σου είπωτην παριστάς μετριόφρονα και χωρίς αλαζονείαν και λέγεις ότι δεν επαίρεται υπέρ την ανθρωπίνην κατάστασιν, αλλά πετά πλησίον εις την γην, εις την αρχήν συ ο ίδιος την ανυψώνεις υπέρ τον ουρανόν, ώστε και προς θεάς την εξομοιώνεις.