Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Δεν είν' ο βίος άλλο παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται, είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα! ΜΑΚΒΕΘ Η γλώσσα σου εσένα κάτι γυρεύει να ειπή. Είπε μου το αμέσως! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αυθέντα, ήθελα να 'πώ το πράγμα οπού είδα, αλλ' όμως πώς να σου το 'πώ δεν 'ξεύρω.
Μανθάνει ανάλγητος της συζύγου του την αυτοχειρίαν, η δε μόνη της θλίψεως αυτού έκφρασις είναι ο εξής απελπιστικός του βίου ορισμός: Δεν είν' ο βίος άλλο, παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος, οπού πηγαίνει κ' έρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται. Είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός — βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα!
Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.
Αλλά όταν ενθυμήθη ότι οι ανάξιοι διά την θέσιν των δεν θα ημπορούν να το ιδούν, τα εχρειάσθη· όχι βέβαια ότι εφοβήθη διά τον εαυτόν του· αλλ' επροτίμησε να στείλη κανένα άλλον να ιδή πώς πηγαίνει η υπόθεσις. Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εγνώριζαν την ιδιότητα του υφάσματος, και είχαν μεγάλην περιέργειαν να ιδούν ποίος από τους φίλους των ήτο παλαβός και ποίος ανάξιος.
Ετρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον. Η γραία άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι' άρχισε να τους ικετεύη. — Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τονε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!
Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου. — Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ' εγώ είμαι να το απορήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν