United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρεούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνεία επί της τύχης της, έμενε το όνομα : «της Κοκκώνας το Σπίτι». Μνημούρια του Φερήκκιοϊ κ' ολόρθα κυπαρίσσα . . . Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς·Μη δεν είναι εις τα σωστά του;

Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φωςτην λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς.

Η μια είταν άσπρηξέξασπρη και φόραγε χιονάτα, Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες, Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη, Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι, Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου, Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε... Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες, Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.

Ο γέρων Βισβίλης,― νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιον μου τώρα, ενώ γράφω,― όρθιος επί της πρύμνης, με τας δύο χείρας επί του μετώπου και κύκλω των οφθαλμών, ητένιζε μετά προσοχής, ωσεί προσπαθών να μετρήση τα πλοία. ― Έρχονται, ή φεύγουν; ηρώτησεν ο πατήρ μου. ― Πηγαίνουν προς την Σάμον, απεκρίθη ο πλοίαρχος. Ο θεός μαζή των ! ― Αμήν, υπέλαβεν ο πατήρ μου. Και οι δύο γέροντες έκαμαν τον σταυρόν των.

Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του Βινικίου.

Αλλ' ότε περί του μέλλοντος αυτής ωμίλει, γλυκύ μειδίαμα εφαίνετο εις τα χείλη του, και ακτίνες ελπίδος έλαμπον επί του μεγάλου μετώπου του. Ποτέ, ποτέ δεν θέλω λησμονήσει τον Γεροστάθην της ημέρας εκείνης! ήτο θείος! και θείον αίσθημα ενεφύσησεν εις τας νεανικάς μας καρδίας.

Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα διηγηθώ·

Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευραμα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου μουπού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου.