Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Σε κάθε φωλιά και μερικά πουλάκια∙ κάθε τόσο ένα γυαλιστερό και σφαιρικό κεφαλάκι σαν πίνα πρόβαλε έξω, ξεγλιστρούσε ένα χελιδόνι, έπειτα ένα άλλο, δέκα, είκοσι και ο ουρανός γύρω από το παραθυράκι του Τζατσίντο γέμιζε από το πέταγμα μικρών μαύρων σταυρών και από ένα μελαγχολικό τετέρισμα.

Πενήντα γιοι του σουλτάνου Μουλέι-Ισμαήλ είχαν πόλεμο μεταξύ τους· πενήντα εμφύλιοι πόλεμοι, μαύρων ενάντια σε μαύρους, μαύρων ενάντια σε μελαχροινούς, μιγάδων ενάντια σε μιγάδες: ήταν ένα αδιάκοπο μακελειό σ' όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Μόλις ξεμπαρκαριστήκαμε, δυο μαύροι μιας φατρίας εχθρικής με τον κορσάρο μας παρουσιαστήκανε να του πάρουν τη λεία του.

Ορίστε οι οχτώ ή δέκα σωλήνες των μαύρων καπνοδόχων που ανεβαίνουνε στην κορφή. Είναι το περιστύλιο του ναού. Τα δοχεία, κατσαρόλες, ταψιά, κουβάδες, μηχανή για το καθάρισμα της πατάτας, αποτελούνε τα τείχη του ναού. Και οι χοντρές καραβάνες είναι οι προσκυνητές. Σ' ευσεβική γραμμή και μ' αριθμούς από κιμωλία στη ράχη 1, 2, 3, 4.... πάνω από τα 80.

Περί δε του κυανού της θαλάσσης, της πορφύρας της Δύσεως, των λευκών μιναρέδων και των μαύρων κυπαρίσσων δεν δύναμαι να είπω τίποτε, διά τον λόγον ότι την θέαν αυτών μου απέκρυπταν αι ράχεις, τα ομπρελάκια, τα σαρίκια, οι ατζέμικοι σκούφοι και τα υψηλά καπέλα των συνεπιβατών μου.

Εις τον ήχον εκείνον πλήθος οφθαλμών μαύρων, κυανών, φαιών ή καστανοχρόων αποτινάξαντες τον ύπνον, ήστραψαν ως αστέρες εις το ημίφως του θαλάμου, προσηλούμενοι μετά περιεργείας επί των δύο απροσδοκήτων ξένων.

Επειδή προς το μέσον της νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας έφεραν εις τες κατοικίες τους. Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους.

Αι ακτίνες δύο μαύρων οφθαλμών τον εκράτουν εκεί, ως χρυσαί αλύσεις, δεσμευμένον και σκλάβον. Αντί να τραπή προς τα βουνά εξήλθε και επλανάτο εις τους δρόμους του χωριού σύννους και περίλυπος. Και τα βήματά του αυτομάτως τον έφεραν προ της οικίας του Θωμά, όπου πρώτην φοράν δεν είδε το φέσι, το οποίον τον έφερεν εις απελπισίαν.

Το ολίγον ρετσινάδον ήτο μία όλη οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «η Ματαιότης» ήλθε να καταθέση επί χωλής τραπέζης με δυο ποτήρια και δρακιάν μαύρων ελαιών.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν