Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Αλλά, φίλε μου Φαίδρε, φαίνομαι κάπως εις σε ότι, καθώς υποθέτω, έχω καταληφθή από θείον πάθος; Φαίδρος Πραγματικώς, Σωκράτη, κάποια ασυνήθης ευγλωττία σε κατέλαβε.

Ότε προ πάντων εμάθομεν της Τουρκικής ναυαρχίδος την πυρπόλησιν και του εχθρικού στόλου την ήτταν, ενθουσιασμός άκρατος κατέλαβε πάντας ημάς τους πρόσφυγας, ιδόντας εις του Κανάρη το κατόρθωμα την εκδίκησιν της καταστροφής της Χίου.

Τίποτε δεν ξεύρω, αλλ' όπου και αν την μεταφέρουν, θα το μάθω, και συ θα το μάθης απ' εμέ. Ο Μάχτος τω εξέφρασε την ευγνωμοσύνην του και απεμακρύνθη. Εν τούτοις δεν απήλθε πόρρω, αλλά κατέλαβε την πρώτην τρίοδον, δι' ης έμελλε να διέλθη πάσα συνοδεία μέλλουσα τυχόν να εξέλθη διά της κώμης, και εκεί έμεινε παραμονεύων επί μακράς ώρας. Την ημέραν εκείνην ουδέν νεώτερον συνέβη.

Δηλαδή ο Δαρείος δεν ήτο βασιλόπαις ούτε ανετράφη με τρυφηλήν μόρφωσιν, όταν δε ανήλθε εις την εξουσίαν και κατέλαβε αυτήν επί κεφαλής των επτά, την εχώρισε εις επτά μέρη, από τα οποία και σήμερον ακόμη σώζονται μερικά ίχνη.

Οι Λυδοί έφθασαν εις τους Δελφούς και είπον τα παραγγελθέντα· λέγεται δε ότι η Πυθία απεκρίθη εις αυτούς τα ακόλουθα· «Εκείνο το οποίον έγραψεν η μοίρα, ούτε θεός δεν δύναται να το αποφύγη. Ο Κροίσος απέτισε το έγκλημα του πέμπτου πάππου του όστις, δορυφόρος ων των Ηρακλειδών, ηκολούθησε τας συμβουλάς δολίας γυναικός, εφόνευσε τον κύριόν του και κατέλαβε θρόνον εις τον οποίον ουδέν δικαίωμα είχε.

Ο Πέτρος έλαβεν από του ώμου και της μασχάλης τον Βινίκιον και του υπέδειξε να κατέλθη εις την κολυμβήθραν, λέγων: — Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν! Τότε η θρησκευτική έκστασις κατέλαβε πάντας.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον. Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου. Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν. Και δεν είχον άδικον. Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

Του έδειξε μεταξύ των άλλων εκτεταμένον ελαιώνα και με θλίψιν του διηγήθη ότι το κτήμα εκείνο ανήκεν εις ένα θείον του προ του 21, αλλά σήμερον ήτο τουρκικόν. Κάποιος γιανίτσαρος είχε φονεύσει τον θείον και κατέλαβε το λιόφυτον. Διά τούτο ο Σαϊτονικολής «τώχε στο μάτι», ελπίζων να το ανακτήση μίαν ημέραν.

Τούτο είνε δυστύχημα διά τον μυθιστοριογράφον ουχ ήττον ή διά τους αναγνώστας. Ενόμισάν τινες ότι η Αϊμά ώφειλε πάντως ν' αγαπά τον Μάχτον, και άλλως δεν ηδύνατο να γείνη το πράγμα. Η προκατάληψις αύτη δεν κατέλαβε μόνους τους αναγνώστας, αλλ' επεξετάθη και αλλαχόσε.

Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκαςμάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . . Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν