Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν: — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!

Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον. Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της.

Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον σταυρόν της και τα συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του μικρού καλαθίου, ως καθαρά και τακτική από τα μικρά της χρόνια, δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα προς το πλευρόν, εν τη απελπισία της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις ύπνον.

Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.

Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα: — Θωμαή μου! Θωμαή μου! Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.

Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα: — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!

Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν.

Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοίαόλα στυλάδοσκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του. — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως οδούς.

Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω: — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η Θωμαή. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως. — Για τον Θεό!

Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό! Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν