United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θορυβώδης κοχλασμός των λεβήτων θα την εκκωφαίνη, οι σαρκασμοί και οι γέλωτες των δαιμόνων θα την κάμνουν ν' ανατριχιάζη, οι στόνοι κ' αι κραυγαί των βασανιζομένων θα την καταθλίβουν, το σύφλογο της μαύρης φωτιάς, η οποία καίεται αδιακόπως άνευ αναλαμπής, θα την αργοψήνη και ο καπνός, μαύρος και δυσώδης θα την κάμνη ν' ασφυκτιά.

Ο Ανδρέας μόνος, ο ανεψιός μου, όστις δεν καπνίζει ακόμη ή καπνίζει εν τω κρυπτώ, έπαιζεν εις μίαν γωνίαν με τον σκύλον του. Αλλ' η θορυβώδης εκδήλωσις της αμοιβαίας των δύο τούτων αγάπης δεν συνετέλει ούτε προς διασκέδασιν, ούτε προς την καλήν χώνευσιν ημών των περί την τράπεζαν πρεσβυτέρων.

Κάλλιστα δε γνωρίζων πόσον υπό των μαθητών ηγαπάτο, ευθύς μετά την περιφοράν του δίσκου εις την πλατείαν, εισώρμα εις το Λύκειον, εύθυμος και θορυβώδης, αν διεσκεδάζομεν εις την αυλήν ή τους διαδρόμους, άφωνος, αιδήμων και συνεσταλμένος αν ευρισκόμεθα εις των παραδόσεων τας αιθούσας, Ημέραν εν τούτοις τινά ο διδάσκαλος της Κατηχήσεως, ο τότε απλούς ιερεύς και έπειτα επίσκοπος Χαλκίδος αοίδιμος Δαβίδ Μολοχάδης, μη γνωρίζων τον εισερχόμενον ήγειρε την ράβδον του να τον αποδιώξη.

Ο κύριος, περί ου ο λόγος, ήτο μια τσαγιέρα αγγλικής κατασκευής και δεν παρέλειπε ποτέ ο ίδιος να τρίβεται κάθε πρωί με ένα δέρμα ελάφου και μίαν κιμωλίαν. — Έπειτα, λέγει άλλος υψηλού αναστήματος, καθήμενος ακριβώς απέναντί μου, είχομεν προ ολίγου και άλλον, ο οποίος εφαντάζετο ότι ήτο όνος, αν και δεν είχεν άδικον να το φρονή. Ήτο πολύ θορυβώδης και εδυσκολευόμεθα πολύ να τον περιορίσωμεν.

Μόνον η θορυβώδης ζωηρότης του Πατούχα έλειπεν από τους νεανικούς εκείνους ομίλους, διότι ο Μανώλης και άλλοι τινές εκ των νέων εφυγοδίκουν ακόμη, καταδιωκόμενοι διά την συμπλοκήν του χορού. Τρεις δε άλλοι νέοι, μη προφθάσαντες ν' αποδράσουν, είχαν συλληφθή και οδηγηθή εις τας φυλακάς του Κάστρου.

Ήναπτε την οργυιαίαν τσιμπούκαν του, η οποία έκαιεν ακοίμητος σχεδόν καθ' όλον το μήκος της κυανοβαφούς βράκας του, και ήτο εύθυμος, πολύλογος πάντοτε, και θορυβώδης καγχαστής, με τας παρειάς τόσον κοκκίνας, όσον σχεδόν και το υψηλόν άλικον φέσι του, το οποίον έκλινε μετρίως διά μιας πτυχής προς το δεξιόν ους μετά της απλουμένης εις τον ώμον μακράς και στρεπτής φούντας.

Αλλά προχωρούσης της νυκτός ακούεται πέραν από του βάθους του αοράτου πόντου θορυβώδης αύρα, ως να σείωνται προς δυσμάς αθέατα δάση υπό στυγνού μαΐστρου, βοΐζοντος υποκώφως, λέγεις και κατέρχεται χείμαρρος αφανής από υψωμάτων. Προαγγέλλεται νυκτερινόν μελτέμι. Βίαιος άνεμος που παίρνει τα μεσάνυχτα. Υπό τας αστρολαμπάς διακρίνομεν τας ρυτιδώσεις του πελάγους ως πτυχάς ηπλωμένης οθόνης.

Τα γαλιά θα εύρισκον και εκεί τροφήν όπως και αλλού, ώστε απεφάσισε να τον περιμείνη. — Δεν κάνω κούνημα ώστε νάρθη· εσκέφθη. Αίφνης γλουγλουκισμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της.

Έτυχεν ολίγας ημέρας αργότερον, να διέρχεται από τον φούρνον καφεπώλης τις, εις το καφενείον του οποίου συνήθιζε να κάθηται ο Μπάρμα-δήμαρχοςεις του γαμβρού του δεν εσύχναζε, διότι εκεί συνηθροίζετο η θορυβώδης και παιγνιώδης νεολαία. — Δε μ' λες, Θεια-Μιλάχρω. που την κόφτ' αυτή τ' μονέδα τ' καινούργια ο Μπάρμπα-δήμαρχος; Είπε γελών ο καφεπώλης.

Αλλά και βοή πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου εις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και τα χειροκροτήματα των συμποτών. Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ των συντρόφων.