Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025


Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζύ με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδιών είχε κοπάσει προς ώραν τότε.

Αίφνης το άντρον αντήχησεν εξ υποκώφου βροντής, την οποίαν ηκολούθησε μετ' ολίγον δευτέρα και τρίτη . . . Εις την φλεγομένην πόλιν σειραί ολόκληροι οικιών αποτεφρωμέναι κατέρρεον. Διά τους πλείστους χριστιανούς, αι βρονταί εκείναι εφαίνοντο το οριστικόν σημείον της φοβεράς κρίσεως. Τότε ο θείος τρόμος εκυρίευσε την ομήγυριν, πολυάριθμοι φωναί επανέλαβον: «Η ημέρα της κρίσεως! αληθώς, ιδού ήλθεν

Ελθόντας δε τους ηρώτησε πώς ενόησαν το όνειρόν του, και εκείνοι επανέλαβον όσα είχον ειπεί άλλοτε, ήτοι ότι το παιδίον θα εβασίλευεν, εάν έζη και εάν δεν απέθνησκεν άμα γεννηθέν. «Αλλά, επανέλαβεν ο βασιλεύς, το παιδίον ζη, το παιδίον εσώθη· ενώ δε διητάτο εις τους αγρούς, τα άλλα παιδία του χωρίου το εξέλεξαν βασιλέα, και αυτό έπραξεν ό,τι πράττουσιν εκείνοι οίτινες τωόντι είναι βασιλείς.

Δεν λέγω πως με μέλει, αλλά σου λέγω τάχατες διά να το ξεύρης και συ. — Ώρα καλή! Και η γειτόνισσα στρέψασα τα νώτα απεμακρύνθη. Εν τούτοις οι δύο οδοιπόροι εξήλθον εκ της κώμης, και επανέλαβον την πορείαν των. Ο Γύφτος δεν είπε πλέον προς την Αϊμάν να φάγη, αλλά την εβίαζε να σπεύδη το βήμα, η δε κόρη τον ηκολούθει αγογγύστως.

Να τα δώσωμεν, πατέρα! επανέλαβον αι τέσσαρες θυγατέρες.

Εν μέσω του ποικίλου στρατού της επαναστάσεως, ούτοι ωμοίαζον προς θραύσματα αγγείου αρχαίας ελληνικής τέχνης, ανάμικτα με χάλικας της συγχρόνου αγγειοπλαστικής. Δεν απέβαλον όμως καθ' όλου τον ζήλον και την καρτερίαν των ήσαν οι ίδιοι πάντοτε, φοβεροί και ακαταγώνιστοι. — Φωτιάτον Άι Σημιό, καπετάνοι· είπε τις πλησιάσας ησύχως. — Ναι φωτιά. . . κι' άλλη φωτιά! επανέλαβον πολλοί εν σιγή.

Ενώ εγώ τω έλεγον ότι δεν μοι έφεραν καμμίαν μικράν κόρην, αυτός πάλιν εξηκολούθει να μ' ερωτά πού την είχα θέσει. — Σου λέγω δεν έχω καμμίαν μικράν, επανέλαβον εντόνως. — Ζη αυτή ή απέθανεν; είπεν ο άγνωστος. — Δεν ειξεύρω. — Είνε ασθενής, καθώς έμαθα; — Τι μου λέγεις εκεί; — Και τι κάμνει τώρα; κοιμάται; — Δεν είδα καμμίαν μικράν, σοι λέγω.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν