Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Και μετά δύο μήνας εμίσευσα με άλλο πλεούμενον εκείθεν διά τα μέρη της Βαβυλώνος· και έφθασα με καλόν κατευόδιον εις την πατρίδα μου με τόσα πλούτη, που ανεπλήρωσαν όλην την ζημίαν, που μου είχε συμβή εις εκείνο το ταξείδιον, και το περίσσευμα ήτον ασυγκρίτως πολλαπλάσιον· τότε έδωσα διά ελεημοσύνην το δέκατον μέρος από όλην μου την περιουσίαν, και εζητούσα να αναπαυθώ από τους κόπους μου με κάθε λογής ξεφάντωσιν και τρυφήν.
Αφού εσύναξα και ετοίμασα όλα μου τα αναγκαία διά τον μισευμόν, εναύλωσα ένα πλοίον, και το εφόρτωσα όλην την πλουσίαν κληρονομίαν μου, και εμίσευσα διά την πατρίδα· και μετά πολλούς κινδύνους και κόπους έφθασα τέλος πάντων εις την Βαβυλώνα, και ευθύς επαραστάθην εις τον βασιλέα Καλίφην, διά να του δώσω λογαριασμόν διά την επιστασίαν της πρεσβείας που με είχε στείλει.
Ο βασιλεύς με λύπην έκαμε καθώς επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς το από τα αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα, και ανθρώπους διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το θέλημα από τον βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι με μεγάλην τους θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα.
Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας.
Την ερχομένην αυγήν επήρα θέλημα από τον Καρούκ, και εμίσευσα καβαλλάρης επάνω εις ένα άλογον εύμορφον και ανδρείον.
Αλλοίμονον εις εμένα, έλεγα· χωρίς εμέ, χωρίς την θανατηφόρον μου αγάπην, η Δαρδανέ δεν ήθελε λάβει τέτοιον σκληρόν θάνατον· και διατί να έλθω εγώ διά να προξενήσω τον θάνατον και την απώλειαν της ωραίας Δαρδανές; Αυτά και άλλα λέγοντας με μέγαν πόνον της καρδιάς μου, εμίσευσα την αυτήν νύκτα από την Αίγυπτον διά το Μπαγδάτι, μην ημπορώντας πλέον να μείνω εις εκείνην την χώραν, που επροξένησα τόσον κακόν της ωραίας μου Δαρδανές.
Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα.
Εμίσευσα το λοιπόν από το Μουσούλ με τούτον τον αριθμόν των ανθρώπων μου, διά να πηγαίνωμεν εις το Μπαγδάτι· επεριπατήσαμεν μερικές ημέρες, χωρίς να μας συμβή τίποτε. Και μίαν νύκτα, τον καιρόν που αναπαυόμαστε, αιφνιδίως μας πλακώνει μέγας αριθμός από Αράπηδες κλέφτες, οι οποίοι σχεδόν μου εθανάτωσαν τους περισσοτέρους ανθρώπους.
Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το έστειλε. Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την θυγατέρα του.
Έπειτα από ετούτα, αυτός στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν