United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ανίατοι και αβλαβείς εξ αυτών απεπέμποντο λοιπόν εκ του φρενοκομείου, περιεφέροντο δε τήδε κακείσε δίκην επαιτών αλλόκοτα φέροντες ενδύματα και άδοντες, όπως ελκύσωσι την συμπάθειαν των φιλελεημόνων. Έφερον δε επί μεν του αριστερού βραχίονος κρίκον σιδηρούν, ως σημείον της προελεύσεώς των, από δε του τραχήλου εκρέματο κέρας βοός, βούκινον, επέχον τόπον φιάλης.

Ότε δε την εσπέραν επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον, και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός.

Έπειτα στραφείς προς τα θύματα: — Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού! Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος.

Τα ανθρώπινα σώματα επάγωνον υπό τα τρίχηνα περιβλήματα αυτών και ουδεμία ηδύνατο να υπάρχη εστία πυρός πλην της καρδίας. Και όμως το ψύχος έφθανε και μέχρις αυτής. Το τραχύ του κλίματος υπέσκαπτε κατά μικρόν πάσαν ζωτικήν δύναμιν, και ουδείς των κατοικούντων ήλαυνεν εις βαθύ γήρας. Υπεράνω του μοναστηρίου εκρέματο υψηλόν όρος, το κτίριον δ' έκειτο ακριβώς παρά την ρίζαν αυτού.

Έν μόνον εξ αυτών, το τελευταίον, κοράσιον δωδεκαετές περίπου, δεν έπαιζε μετά των λοιπών αλλ' επεριπάτει ησύχως φέρον άνθη εις την μίαν χείρα, η δ' άλλη εκρέματο εις το πλευρόν του βαρεία. Ενώ διέβαινεν ενώπιόν μου εστάθη και με παρετήρησεν. Εξηκολούθησα εγώ τον δρόμον μου.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.