Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Τότε το ερύθημα της μέθης εξέλιπε από το πρόσωπόν του, εκοκκίνιζε δε από εντροπήν διά τας πράξεις του και επί τέλους αποδράσας όπως ήτο, ήλθε προς εμέ, χωρίς ούτε να τον παρακινήσω ούτε να τον εξαναγκάσω, ως αυτή λέγει, αλλ' εκουσίως, διότι ενόμιζεν ότι πλησίον μου είνε καλλίτερα. Σας παρακαλώ δε να τον καλέσετε διά να το βεβαιωθήτε πως μετεβλήθη εξ αιτίας μου.
ΛΥΚΙΝ. Κατ' αρχάς εφάνη ότι κατελήφθη υπό εντροπής και δειλίας, όπως συμβαίνει συνήθως εις τους ευνούχους, και επί πολύ εσιώπα και εκοκκίνιζε και ίδρωνεν επί τέλους δε με φωνήν λεπτήν και γυναικείαν απήντησεν ότι δεν είχε δίκαιον ο Διοκλής ν' αποκλείη από την φιλοσοφίαν ένα άνθρωπον διά τον λόγον ότι είνε ευνούχος, αφού και εις γυναίκας επιτρέπεται να διδάσκωνται και να διδάσκουν φιλοσοφίαν και ως παραδείγματα ανέφερε την Ασπασίαν, την Διοτίμαν και την Θαργηλίαν και κάποιον ακαδημαϊκόν Κελτόν, ευνούχον, ο οποίος ολίγον προ των ημερών μας είχε διακριθή ως σοφιστής εις την Ελλάδα.
Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα, ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.
Ο Αριστόδημος καλοξαπλώθηκε στο κάθισμα του, σαν ουζοθρεμμένος αγάς κ' έσκασε τα γέλοια. Γελούσε τόσο δυνατά που έκανε τους τοίχους του σπιτιού να ταράζωνται συθέμελοι και τα τζάμια των παραθυριών να τρίζουν, σαν από κάποια υπόγεια βροντή. Το σκυθρωπό και αναιμικό πρόσωπό του έλαμπε κ' εκοκκίνιζε σα βερνικωμένη τομάτα.
Τίποτε άλλο, παρά του Γερο — Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ' στα σπαρμένα. Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κ' εκάθησε σε μια πέτρα. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα: — Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνης; Εκείνο, ως και ο Παπα — Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον διη.
Η επιμονή του νέου εξήπτε τας ορμάς της· το πρόσωπον της εκοκκίνιζε, τα χείλη της έφρισσον εξ ηδονής, οι οφθαλμοί της ηκτινοβόλουν εξ επιθυμίας, τα μέλη της όλα εσπαρτάριζον κ' έπιπτεν επ' αυτού μετά λύσσης, μουγκρίζουσα και κολλούσα φλογερά φιλήματα επί των ροδινών παρειών και του ευτόρνου τραχήλου του.
Το λίγωμα των οφθαλμών της, το πρόσωπόν της που πότε ωχρία και πότε εκοκκίνιζε, τα υποτρέμοντα χείλη της και η αγωνιώδης ανάπαλσις του στήθους της εξέφραζαν και της γλώσσσης ευγλωττότερα ό,τι η φωνή της δεν ετόλμα να εκστομίση. Αλλ' ο Μανώλης δεν εμάντευε τίποτε. Πέτρα ήρχετο και πέτρα έφευγε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν