Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


ΜΑΚΒΕΘ Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον. Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροίτον κόσμον όλον, ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον! Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ. Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό του ΒΑΓΚΟΥ. ΒΑΓΚΟΣ Τι ώρα είναι της νυκτός; ΦΛΗΝΣ Δεν ήκουσα την ώραν, αλλ' η σελήνη έδυσε.

Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν.

Αλλά και εις την Αιτωλίαν εάν περάσωμεν, θα ίδωμεν ότι και απ' εκεί έχει να παραλάβη πολλά η όρχησις, την Αλθαίαν, λ.χ. τον Μελέαγρον, την Αταλάντην, τον δαυλόν, την πάλην μεταξύ ποταμού και Ηρακλέους, την γέννησιν των Σειρήνων και την εμφάνισιν των Εχινάδων και την επ' αυτών εγκατάστασιν του Αλκμέονος μετά την παραφροσύνην του• έπειτα τον Νέσσον και την ζηλοτυπίαν της Δηιάνειρας, ήτις έγινεν αφορμή να καή επί της Οίτης ο Ηρακλής.

Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα.

Αυτός δε κατεσκεύασε ένα μυτερόν δαυλόν και προσέτι τον άναψε και με αυτόν με ετύφλωσεν ενώ εκοιμώμουν, απ' εκείνης δε της ώρας είμαι τυφλός, πατέρα μου Ποσειδών. ΠΟΣ. Πολύ βαθειά εκοιμήθης, παιδί μου, αφού ούτε και όταν σου εξώρυσσε το μάτι δεν εξύπνησες. Ο δε Οδυσσεύς πώς διέφυγε; διότι δεν εννοώ πώς ηδυνήθη να μετατοπίση την πέτραν από την είσοδον.

Παραπέρα εκεί ίστατο έν πράγμα όρθιον, το οποίον εφαίνετο ως άνθρωπος με τον ένα βραχίονα άνω απλωμένον. Κρατών τον δαυλόν επλησίασε, και είδε καλά, κ' εβεβαιώθη ότι αυτό ήτο κορμός αγριοσυκής ξηραδιάρας, της οποίας τα φύλλα εφαίνοντο να είχον φαγωθή ή μαδηθή προσφάτως, και το ένα κλωνάρι ήτο σπασμένον, κ' έγερνε κάτω, το δε άλλο ευρισκόμενον εις την θέσιν του, έτεινε πέραν οριζοντίως.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ένα δαυλόν εμένα. Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια . Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν. Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς τούτο; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον. Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.

Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα, να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω. Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος. Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι, και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου; Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με! ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν