United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θεαταί! θα σας μιλήσω την αλήθεια καθαρά, μα το Βάκχο, που εμένα είχε θρέψη μια φορά: Θέλοντας για να νικήσω και σοφός να σας φανώ, σας τους θεατάς μου άξιους να με κρίνετε φρονώ, και την κωμωδία τούτη, πούν' απ' όλες πειο καλή όσες έγραψα ως τώρα, και την δούλεψα πολύ, θέλησα να την προσφέρω πρώτα στη δική σας πείρα• μολοντούτο, παρ' αξίαν, τα βρεμένα μου επήρα, κ' οι σαχλοί μ' είχαν νικήση.

Κατάλαβε λοιπόν κι ο ίδιος ύστερ' απ' αυτά, πως εδώ μέσα δεν μπορούσε να κάμη, και πήρε τα βρεμένα του έφυγε... Μη μου λες λοιπόν και συ, σαν τη μακαρίτισσα, πως εγώ τον έδιωξ' από το σπίτι μου. Ας πάψω να τ' ακούω αυτό τουλάχιστο... ΓΙΑΓΙΑ Ξύπνησες Αννούλα; Σηκώθηκες κιόλας; Κ' εγώ νόμιζα πως θα τονέ πάρης για καλά το μεσημεριανό σου.

Αλλά αυτός δεν είχε μάθει να αναρριχάται και εκινδύνευσε να πέση, κατακέφαλα μέσα εις το ρεύμα· όμως την εγλύτωσε με βρεμένα μανίκια και πιτσιλισμένα τα πανταλόνια· μουσκεμένος και με ιλύν πιτσιλισμένος έφθασε κάτω από το παράθυρον της Μπαμπέττας· εδώ εσκαρφάλωσε επάνω εις την γηραιάν φιλύραν και ήρχισε να μιμήται την φωνήν της κουκουβάγιας, γιατί δεν εγνώριζε κελάιδημα άλλου πουλιού να μιμηθή.

Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς. Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε.

Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό. Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα. Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές. Να τώρα!

Εκεί απάνω απάγγειλε και δυο τρία ρητά. — Στου Δημήτρη, στου Δημήτρη να πρωτοπάς, γέροντα, είταν τα πρώτα λόγια που μπόρεσε και ξεστόμισε ο Μιχάλης ύστερ' από τόση αμιλησιά. — Στου Δημήτρη. — Και σφούγγιζε τα βρεμένα του μάτια. Ξεκίνησαν αμέσως κ' οι τρεις τους. Τα δυο ταξαδέρφια κατά τα λιόδεντρα, ο Πάτερ Χαράλαμπος προς του Δημήτρη το σπίτι.