Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. &Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&
Ο δε παράσιτος απλώς κλείει την θύραν του δωματίου του, μόνον και μόνον διά να μη ανοιχθή υπό του ανέμου• και αν την νύκτα ακούση θόρυβον, μένει ατάραχος ως να μη ήκουσε τίποτε. Και όταν οδοιπορή εις έρημον μέρος, πηγαίνει άοπλος διότι πουθενά δεν φοβείται τίποτε.
Νομίζω ότι και τούτο είναι φανερόν, ότι δηλαδή και αυτήν την λέξιν κάτι τι την εφαρμόζομεν πάντοτε εις πράγματα, που υπάρχουν. Διότι είναι αδύνατον να το ειπούμεν μόνον του αυτό το κάτι τι, ωσάν γυμνόν και έρημον από κάθε άλλο πράγμα. Δεν είναι έτσι; Θεαίτητος. Βεβαίως είναι αδύνατον. Ξένος. Άραγε παραδέχεσαι με αυτήν την σκέψιν ότι κατ' ανάγκην, όστις λέγει κάτι τι, λέγει έν οποιονδήποτε πράγμα;
Αφού ο Αράβιος έκαμε συνθήκας με τους απεσταλμένους του Καμβύσου, ιδού τι εμηχανεύθη· εγέμισε με ύδωρ ασκούς κατεσκευασμένους από δέρματα καμήλων και τους εφόρτωσεν επί ζωντανών καμήλων τας οποίας έφερεν εις την έρημον όπου περιέμεινε τον στρατόν του Καμβύσου. Και τούτο μεν είναι το μάλλον πιθανόν εξ όσων διηγούνται· πρέπει όμως να αναφέρω και το ολιγώτερον πιθανόν, καθότι λέγουσι και τούτο.
Αλλ' η πρώτη των συνάντησις απέδειξεν ότι η «αγουρίδα» ήτο καθ' υπερβολήν ξυνή. Η Μαργή επέστρεφεν από την εκκλησίαν, όπου είχε μεταβή διά να εξομολογηθή, όπισθεν δε του ναού εις μέρος έρημον και εις το άκρον του χωριού ευρέθη ενώπιον του Πατούχα.
Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης, ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων ανέμων.
Αλλ' ουδέ να τον αποχαιρετήση ετόλμα η Ιωάννα, φοβουμένη εις τον έρημον εκείνον τόπον τα δάκρυα ή και τους γρόνθους του. Ευσπλαγχνικώτερον λοιπόν και εν ταυτώ φρονιμώτερον ενόμισε ν' αποκοιμίση αυτόν εις τας αγκάλας της, πριν τον εγκαταλείψη, ως προσέφερον οι δήμιοι της Ιουδαίας εις τους καταδίκους μεθυστικόν ποτόν, πριν τους σταυρώσωσι.
Όποιον δε αντιληφή ως αθεράπευτον ως προς αυτό ο νομοθέτης, θα ορίση τιμωρίαν και νόμον διά τους τοιούτους, επειδή γνωρίζει βεβαίως ότι δι' όλους αυτούς και οι ίδιοι δεν είναι προτιμότερον να ζουν, και τους άλλους διπλασίως θα ωφελήσουν, αν απαλλαχθούν από την ζωήν, γινόμενοι παράδειγμα εις τους άλλους διά να μη αδικούν, κάμνοντες δε έρημον την πόλιν από κακούς άνδρας.
Το πρόσωπον του Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου. Τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της.
Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο χειμών δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της Ανατολής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν