United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων. Έξω ανέτελλεν η αυγή.

Αλλ' ενώ ο Θωμάς του έδιδε μαθήματα περί λιπασμάτων και εμβολιασμού των αγρίων δένδρων, ο Μανώλης παρετήρει μίαν μεγάλην πέτραν εις το άκρον του υπερκειμένου τοίχου και ακριβώς υπεράνω του τουρλωτού φεσιού και εσκέπτετο πόσον θεάρεστον έργον θα ήτο αν έπιπτεν έξαφνα η πέτρα εκείνη.

Ο Μανώλης εξηγριώθη, και ώρμησε κατά του βουκόλου, αλλά το χαντάκι ανέκοψε την ορμήν του. Ήτο τόσον το πλάτος του, ώστε αν επεχείρει να το υπερπηδήση θα έπιπτεν εις το νερόν, το οποίον είχεν ικανόν βάθος. Παρετήρησε γύρω, αλλά λίθον δεν είδε και μη έχων πέτραν να ρίψη κατά του αυθάδους βουκόλου, του εξετόξευσε μίαν απειλήν: — Καλά, μωρέ, θα σε πιάσω άλλη ώρα να σε μάθω 'γώ ποιος είν' ο Πατούχας!

Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων• και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της.

Επί των χαμηλών εκείνων τειχών του μικρού Μεσολογγίου εκρέμοντο αι κλείδες της Ελλάδος απάσης. Εάν έκτοτε το Μεσολόγγιον έπιπτεν ήθελεν αποπνιγή όλον το μέγα εκείνο έργον της Επαναστάσεως εν τοις σπαργάνοις και η Ελλάς ου μόνον τότε θα κατερημούτο, αλλά και θα κατείχετο όλη υπό των Τούρκων εισέτι και νυν.

Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.

Ουδένα έτυχέ ποτε να γνωρίσω φιλολογώτερον τούτου άνθρωπον, αλλά η πολυλογία αύτη έπιπτεν επί της πυρεσσούσης περιεργίας μου, ως ευεργετική βροχή επί διψώντος λιβαδίου.

Οι επιβάται, άμα έν πλοίον έπιπτεν εναντίον άλλου, προσείχαν, ώστε η υπηρεσία του καταστρώματος να μη είναι υποδεεστέρα των χειρισμών, έκαστος δε εις την θέσιν που ετάχθη προσεπάθει να φαίνεται πρώτος. Ουδέποτε τόσα πλοία εναυμάχησαν εις τόσον μικρόν χώρον, διότι οι δύο στόλοι ομού ηρίθμουν περί τα διακόσια πλοία.

Τωόντι, κυριευθέντος του τείχους, είς των Περσών ολίγον έλειψε να φονεύση τον Κροίσον, μη γνωρίζων αυτόν· ο βασιλεύς εν τούτοις τον είδεν ορμώντα εναντίον του και έμεινεν αδιαφορών ένεκα της παρούσης δυστυχίας του και ουδόλως μεριμνών εάν έπιπτεν υπό τα κτυπήματά του.

Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγεινεν! Μετά μίαν στιγμήν, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ' εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση.