United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι σκέψεις του ολίγον κατ' ολίγον κατεστάλαξαν εις το συμπέρασμα ότι, αν η Πηγή συνεμερίζετο εγκαίρως τας περί απαγωγής ιδέας του, δεν θα συνέβαιναν όσα συνέβησαν. Επομένως η κυριωτέρα αιτία της δυστυχίας του προήρχετο απ' αυτήν. Και αφού έφθασεν εις το συμπέρασμα τούτο, η σκέψις του επροχώρησε και εις μίαν υπόνοιαν, ενοχοποιούσαν ακόμη περισσότερον την Πηγήν.

Ο μυστηριώδης ούτος θάνατος απεδόθη εις δηλητηρίασιν. Την δ' υποψίαν ταύτην φαίνεται ότι συνεμερίζετο και αυτός ο Πατριάρχης, διότι έγραψεν ιδιόχειρον προς τον πατέρα του μεταστάντος επιστολήν «εν ή εφαίνετο η ψυχική συγκίνησις και αγανάκτησίς του». Εκτός του Μακαρίου και άλλοι Ροΐδαι εδείχθησαν φίλοι των γραμμάτων.

Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθή «να τον κάμη άνθρωπον»· δεν ήθελε να μείνη το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον και την επιούσαν τον ωδήγησε διά της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκκαλα γερά, δάσκαλε». Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ' ο Μανώλης, ο αμεσώτερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του· και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του διδασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν.

Τον νεόσκαπτον όμως τάφον του Βαλαωρίτου δεν νομίζομεν βωμόν κατάλληλον προς τέλεσιν τοιαύτης θυσίας, αφού τας πεποιθήσεις ημών ταύτας συνεμερίζετο κακείνος, «Είναι βέβαιον, είναι αναντίρρητον ότι ο ποιητής πρέπει όχι μόνον να επλάσθη υπό της φύσεως τοιούτος, αλλά και να ζη εν μέσω ατμοσφαίρας δυναμένης ν' αναπτύξη τον σπόρον, όν φέρει εν τη καρδία του». Ταύτα έγραφεν ημίν προ ενός έτους και επανέλαβεν έκτοτε πολλάκις, θρηνών επί τη τύχη της καταδίκου εις μικρά έργα ατυχούς ταύτης γενεάς.

Και ο μεν Ευρυμέδων έπλευσε διά την Κέρκυραν, διέταξε τους κατοίκους να εξοπλίσουν δεκαπέντε πλοία και συνέλεξεν οπλίτας, διότι συνεμερίζετο ήδη από της επιστροφής του την αρχήν με τον Δημοσθένην, μετά του οποίου είχε συνεκλεχθή, ο δε Δημοσθένης συνήθροιζεν εκ των περιχώρων της Ακαρνανίας σφενδονήτας και ακοντιστάς.

Ο Ροΐδης δεν ήτο αρκετά θερμοκέφαλος όπως παρασυρθή τελείως, ούτε όμως είχεν ωριμάση αρκούντως όπως μη επηρεασθή ποσώς υπό αισθημάτων, άτινα συνεμερίζετο η σχεδόν παμψηφία των συνομηλίκων του.

Η Μαργή όμως εφαντάζετο ότι όχι μόνον εγνώριζεν, αλλά και συνεμερίζετο τον έρωτά της και από ημέρας εις ημέραν επερίμενε να της στείλη προξενιάν. Ποίαν άλλην εκτός αυτής ηδύνατο να εκλέξη; Αλλ' αν εμάνθανε την σκηνήν η οποία συνέβη όπισθεν της εκκλησίας και την άλλην την προηγουμένην όταν ο Μανώλης της έσπασε το σταμνί, δεν ήτο φόβος να ψυχρανθή η αγάπη του και να μετανοήση διά την εκλογήν του;

Φως μου, το ζαριφλίκι σου σάλλη κιαμμιά δεν τώδα. Την εκτίμησιν, αν όχι τον ενθουσιασμόν του, διά την Πηγήν συνεμερίζετο και η σύζυγός του. Φτωχοπούλα ήτο, αλλά μήπως και αυτοί ήσαν πλούσιοι όταν επάρθηκαν; Φτωχός φτωχήν αγάπησε κι ο Θεός τσευλόγησε. Καλή καρδιά νάνε κιόλα έρχονται δεξιά.

Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.

Συνεμερίζετο άρά γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα.