United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φυσικά είναι στολές για κείνον που τα σχεδίασε· όμως ρούχα συνειθισμένα πρέπει να είναι για κείνους που τα φορούν.

Είναι αληθές ότι υπό έποψιν καλαισθησίας η διάταξις ήτο ελαττωματική και τα μάτια μου συνειθισμένα εις ολιγώτερον φως επαθαίνοντο από την υπερβολικήν απειρίαν κηρίων, τοποθετημένων εντός αργυρών κηροπηγίων, διατεθειμένων εν μεγίστη αφθονία επί της τραπέζης παντού όπου υπήρχε και μία μικρά θέσις.

Στο χωριό του κάμανε τα συνειθισμένα για το κρυολόγημα, τριψίματα, ζεστά, βεντούζες και τα τέτοια· αλλ' η κατάστασή του χειροτέρευε. Τότε στο παραλήρημα του πυρετού άρχισε να ζητά κρασί· κεπειδή δεν τούδιδαν, βλαστημούσε όλη την ώρα κέλεγε πως, όταν θα σηκωνότανε, θάσφαζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Ο βαρύς κρότος των σφυρών και των ραιστήρων δεν ηνώχλει πλέον, φευ! τα ώτα της, από πολλού συνειθισμένα εις τον ήχον τούτον. Ίσως μάλιστα η μακρά συνήθεια είχε καταστήσει ευαρέστους εις την ακοήν αυτής τους κρότους εκείνους. Πλην τούτου ήκουεν από όρθρου βαθέως μέχρι πρωίας συνδιαλέξεις, βλασφημίας, επιφωνήσεις και άσματα.

Ώστε, εάν κανείς ρίψη έν βλέμμα εις τα σώματα θα ιδή ότι με όλα μεν τα φαγητά, με όλα δε τα ποτά και τους κόπους εξοικειώνονται, και, ενώ εις την αρχήν ταράσσονται από αυτά, κατόπιν ένεκα αυτών των ιδίων με την πολυκαιρίαν αποκτήσαντα σάρκας σχετικάς με αυτά γίνονται φιλικά συνειθισμένα και γνώριμα με όλην αυτήν την δίαιταν και διάκεινται άριστα εις την ηδονήν και την υγείαν.

Μετά την συνήθη δέησιν, ο πρωτόσχολος διέταξεν εκ νέου εις &προσοχήν&! Το παιδία παρετάχθησαν με τα νώτα προς τον τοίχον, κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων του σχολείου. Ο διδάσκαλος, με τας χείρας οπίσω, κρατών την βέργαν του, ήρχισε την επιθεώρησιν. Τα παιδία, άνιπτα τα πλείστα, όπως ήσαν συνειθισμένα, έπτυον εις τας παλάμας των, ύγραινον κ' έτριβον τας χείρας με τον σίελον διά να φανώσι νιμμένα.

ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν, αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του.

Ήταν ένας απαίσιος νέγρος, που πίστευε μάλιστα, πως μου κάμνει μεγάλη τιμή. Ασφαλώς έπρεπε νάχουμε η κυρία Πριγκιπέσσα του Παλεστρίνα κ' εγώ πολύ δυνατή κράση για να βαστάξουμε σε όσα πάθαμε ίσαμε να φτάξουμε στο Μαρόκο. Αλλ' ας τ' αφήσομε. Είναι πράγματα τόσο συνειθισμένα, που δεν αξίζουνε τον κόπο να τα διηγιέται κανείς. Όταν εφτάσαμε, το Μαρόκο έπλεε μέσα στο αίμα.

Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ Δημήτρη. — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του· άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του; — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.

Αφού ζύγωνε λοιπόν ο πόλεμος, η Κλανομάρω άφησε τα συνειθισμένα της και φόρεσε σελιάχι και κρέμασε μπαλάσκες κ' έβαλε και μια μακρυά κουμπούρατο σελιάχι· κι' αφού 'τοιμάστηκε για πόλεμο, παρουσιάζεται άξαφνα ανάμεσατα παληκάρια, 'σ το φοβερό εκείνο στρατόπεδο. Δε λέγεται η ταραχή και τα γέλοια και τα πειράγματα και τα χωρατά, όταν είδαν την Κλανομάρω τα παληκάρια.