United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο Αμλέτος δεν γνωρίζει διατί αναβάλλει· δεν είναι φόβος· ίχνος φόβου δεν αναφαίνεται εις όλην την πορείαν του· αλλ' αυτός κρατεί τον εαυτόν του, διότι έχει μίαν σκοτεινήν, ανεξήγητον, αόριστον πεποίθησιν ότι ευκαιρία κατ' εξοχήν κατάλληλος θα του παρουσιασθή.

Δεν υπάρχει κακία άμα τόσον απορροφητική, τόσον άλογος, και τόσον ευτελής όσον η φιλαργυρία, και η φιλαργυρία ήτο το δεσπόζον αμάρτημα εις την σκοτεινήν ψυχήν του προδότου Ιούδα.

Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της ημέρας.

Πρώτην τότε φοράν αφού επάτησα εις την Ελλάδα συνέβαινε να ποθήσω τας ακτίνας εκείνας, των οποίων τοσάκις είχον καταρασθή την ανηλεή μονοτονίαν. Ημέραν ως εκείνην μαύρην και σκοτεινήν μίαν μόνον ηδυνάμην ν' ανεύρω εν τη μνήμη μου, ην διήλθον εν Αμβέρση των Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον υπό τας κοσμούσας τους τοίχους του κοιτώνας μου εικόνας του Τενιέρου και Βαν Οστάδ. Αλλ' εις τον Άγ.

Τότε πλέον καθησύχασεν ολοτελώς ο Κομποδήμος, εγέλασεν υπό την σκοτεινήν κατσούλαν της κάπας του και είπε: — Πού θα πάαινες, κολλήγα, που σε περιμένει το γουρνόπουλο; Να ιδής του βλουημένου, τετράπαχου! Τώσφαξα, του μάδ' σα, του παραγέμισι η κουμπάρα. Να ιδής! Και εκρότει ο ποιμήν τα τραχέα χείλη του ως να εγεύετο ήδη το τρυφερόν του γαλαθηνού χοιριδίου κρέας.

Τι μπορούσε να μένη ακόμη εις την σκοτεινήν αυτήν γωνίαν, εις την αρχιτεκτονικήν του μνημείου, εις τα θαυμαστά του αετώματα, τα με κισοούς περιτυλιγμένα, που να μη το είχεν ιδεί μυριάκις η μαρκησία του Μεντόνη; Αλλά τι λέγω; Ποίος δεν γνωρίζει, ότι εις παρομοίας περιστάσεις οι οφθαλμοί μας ως καθρέπτης με πολλά πρίσματα πολλαπλασιάζουν τας εικόνας του πόνου μας και στρέφονται μακράν προς τα πλέον απίθανα μέρη, αναζητούντες την αιτίαν της θλίψεώς μας, αιτίαν συχνά εγγύτατα προς ημάς κειμένην;

Ακριβέ μου νυμφίε, ακολούθησεν εκείνη γυρίζοντας προς τον βασιλέα, πρόσταξε να πιάσουν ετούτην την κακότροπον μάγισσαν, και κάμε να την βάλουν εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, και αύριον να την κάψουν εις την μέσην της αγοράς.

Και ούτω κατά την τελευταίαν εβδομάδα της ιδίας του ζωής και της του Διδασκάλου του, ο Ιούδας επλανάτο άνω και κάτω με την πρόθεσιν του φόνου εις την σκοτεινήν και απεγνωσμένην καρδίαν του. Επίστευον ότι πολλαί ευκαιρίαι θα ηδύναντο να παρουσιασθώσιν, ή εν Ιερουσαλήμ ή αλλαχού, ευθύς ως θα παρήρχετο το μέγα Πάσχα, και η Αγία Πόλις θα επανέπιπτεν εις την συνήθη γαλήνην της.

Τρέχα το γληγορώτερο! να πας να φέρης το γιατρό! . . . — Εσύ πού πας; ηρώτησεν ο Λυρίγκος. — Εγώ πάω στον Άι-Χαράλαμπο . . . πάω να φωνάξω τον παπά-Μακάριο, ναρθή να της κάμη μια παράκλησι, της γυναίκας! — Καλά! τρέξε! Και η Φραγκογιαννού έτρεξε. Κάτω εις το Κακόρρεμμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα.

Όλοι σύμφωνοι εις αυτήν την γνώμην εφθάσαμεν εις το παλάτι σχεδόν εις μίαν ώραν της νυκτός, και εκρύφθημεν εις μίαν σκοτεινήν αγκωνήν, και εστέκαμεν με προσοχήν να ακούσωμεν το ρόγχισμά του.