United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες είναι που ο μεγάλος και πολύς Ευτρόπιος έτρεξε τρομαγμένος και χώθηκε αποκάτω από την Αγιατράπεζα της Αγιά Σοφιάς, γυρεύοντας άσυλο, κ' ελπίζοντας βοήθεια από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, με το να τον είχε ο ίδιος διορισμένο Πατριάρχη από Πρεσβύτερο της Αντιόχειας.

Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν.

Διότι από τα όρη μερικά τώρα μεν έχουν τροφήν μόνον διά μελίσσας, δεν είναι δε πολύς καιρός, που εκόπησαν από εκεί ξύλα διά τας μεγαλυτέρας οικοδομάς, των οποίων ακόμη τώρα σώζονται στέγαι αβλαβείς.

Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.

Η μεταξύ δε τούτων λοιπή, είη δ' αν αύτη ή εφ' εκάτερα ή επ' ουδέτερα. Και τα μεν πρώτον είδος Θουκυδίδης μάλιστα ήσκησε, το δεύτερον δε Ηρόδοτος. Το δε τρίτον άλλοις τε καμοί πεπείραται. Εγένετο δε τηνικαύτα ανήρ ω όνομα Γεώργιος ο Γεμιστός, μέγας τε και πολύς ούτος εν τοις Έλλησιν.

Είταν η Υπατία κόρη του μαθηματικού Θέωνα, που δίδασκε στο «Μουσείο», καθώς τόλεγαν το Πανεπιστήμιο τότες. Σπούδαζε μαθηματικά από τον πατέρα της, μα κατόπι τ' αφήκε, και βυθίστηκε στα δυσκολώτερα ζητήματα της μεταφυσικής. Πολύς καιρός δεν πέρασε κι ανέβηκε στης Φιλοσοφίας την έδρα.

Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη. — Πού θα πας, παιδί μου; — Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου. — Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να κουρεύεται! — Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του. Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.

Τάς σπουδαιοτέρας ιδέας, τας οποίας και εις ημάς εδίδαξες, αποκαλεί φλυαρίας και σαχλαμάρες και τα πάντα διασύρει και χλευάζει, ώστε αυτός μεν χειροκροτείται και επευφημείται υπό τον θεατών, ημείς δε υβριζόμεθα• διότι φύσει τοιούτος είνε ο πολύς λαός• αρέσκεται εις τας ύβρεις και τους χλευασμούς και μάλιστα όταν διασύρωνται τα πλέον σεμνά και σοβαρά πράγματα, όπως και εις τους αρχαίους χρόνους ο όχλος ετέρπετο όταν ο Αριστοφάνης και ο Εύπολις ανεβίβαζαν εις την σκηνήν τον Σωκράτην τούτον και τον διεκωμώδουν αποδίδοντες εις αυτόν αλλοκότους πράξεις και λόγους.

Είχε νομίση ότι ο χρόνος θα επούλωνε το τραύμα του, το τραύμα εκείνο το οποίον, με σκληρότητα θηρίου, τω κατέφεραν χείρες φιλικαί, αδελφικαί χείρες . . . Διότι παρήλθε πολύς καιρός από της απαισίας εκείνης ημέρας . . . Παρήλθε τόσος καιρός και η πληγή του αιμάσσει έτι, ως να τω κατεφέρθη το τραύμα τώρα, προ μιας στιγμής.

Γενομένης δε μάχης εν Τανάγρα της Βοιωτίας, ενίκων οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, και ο φόνος εγένετο πολύς εξ αμφοτέρων των μελών.