United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φρουμέντιος εξηκολούθει να σιωπά, η δε Ιωάννα να στρέφη φύλλα της Γραφής, οτέ μεν ψιθυριρίζουσα μεταξύ των οδόντων, οτέ δε εδάφιον τι αναγινώσκουσα μεγαλοφώνως. Αλλά μετ' ου πολύ έπαυσε να φυλλομετρή και διά φωνής μειλιχίου ως νέας Ινδής επαδούσης όφιν φαρμακερόν, ήρξατο ν' αναγινώσκη ««Άσμα ασμάτων, ο έστι Σολομών. Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!

Επειδή δε τούτο, σήμερον ιδίως, σπανίως του συμβαίνει, αναζητεί την ευθυμίαν εντός του πλήρους οίνου ποτηρίου, και όταν την εύρηπράγμα όχι δύσκολοντην διαλαλεί μεγαλοφώνως και μουσικώς, είτε δι' ενός αμανέ είτε διά μιας καντάδας, αναλόγως πλέον της καταγωγής αυτού, της μουσικής του ανατροφής, της καλαισθησίας του ή της ειδικωτέρας ψυχικής του καταστάσεως.

Οι λοιποί δεν την ήκουσαν. Πιθανόν να ηκούσθη μόνον υπό του Πέτρου και Ιωάννου. Εις το άγριον εκείνο χάος της ψυχής του Ιούδα το σατανικόν είχε καταθριαμβεύσει του ανθρωπίνου· εις την σκοτεινήν εκείνην καρδίαν γη και κόλασις από τούδε ήσαν έν· εις την χαμένην εκείνην ψυχήν η αμαρτία είχε συλλάβη και γεννήσει τον θάνατον. «Ο μέλλεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον», είπεν ο Ιησούς μεγαλοφώνως προς αυτόν.

Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της, ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά τόσον μόνον.

Μετά τινα τεμάχια γνωστών Ιταλικών μελοδραμάτωνSanta Lucia! cantate la Santa Luciaεκέλευσε μεγαλοφώνως είς των επιβατών και πειθήνια τα όργανα των Νεαπολιτών απεκρίθησαν εις το κέλευσμα ανακρούσαντα το προοίμιον.

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Και αφού επέρασαν εννέα ημέραι του ταξειδίου μας, είδα μακρόθεν κάποια νησιά· τότε από την χαράν μου μεγαλοφώνως ευχαρίστησα το όνομα του μεγάλου Προφήτου, χωρίς να στοχασθώ την παραγγελίαν του γέροντος, που με ημπόδισε να αναφέρω το όνομα του Προφήτου· και μόλις ετελείωσα ταύτα τα λόγια ιδού το πλοιάριον ομού με τον άνθρωπον εβυθίσθη εις το πέλαγος.

Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν: — Από 'δα ήρχισες να τονε πονής; Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν' ακούση και ο Μανώλης: — Ας είνε, για ένα χατήρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.