Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Σεπτεμβρίου 2025
Έκαμε ταχέως δύο σταυρούς και απεμακρύνθη. Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφος, μονότονος, ανήρχετο από τα θεμέλια των βράχων, από τα θαλάσσια άντρα.
Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και «μπουκάρισμα του κόρφου», τα κύματα ήρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, ομοία με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα.
Επήδεν η Βγένα, προεξάρχουσα πάντοτε των δεομένων γυναικών, ανάψασα ήδη μίαν μεγάλην λαμπάδα, της οποίας το μέγα φως κινούμενον σπασμωδικώς υπό του ανέμου, ωρυομένου διαρκώς διά των χασμάδων των παραθύρων, προσέδιδε μίαν μυστηριώδη και υπερφυσικήν κίνησιν εις την Αγίαν Εικόνα, ήτις ενόμιζες ότι εσαλεύετο υπό των κυμάτων άλλοτε υψουμένη επί της κορυφής αυτών, και άλλοτε βυθιζομένη εις το σκοτεινόν κοίλωμά των.
Όλοι οι άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων.
Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου. Με τα πανιά! Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.
Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρό — άναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων! Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου.
Ωργίζετο μόνον κατά τας εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς: — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!
Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν.
Πολλάκις εβράχην υπό των κυμάτων, αλλ' ούτε να μετατοπίσω ηδυνάμην, ούτε συνδρομήν να επικαλεσθώ. Περί το μεσονύκτιον ήκουσα τον πλοίαρχον λέγοντα προς τον πηδαλιούχον, ότι εάν δυναμώση περισσότερον ο άνεμος, θα κάμη χύσιν. Να κάμη χύσιν! Εσυλλογίσθην τα δύο μου βαρέλια, τα οποία κείμενα επί του σίτου ήσαν τα προχειρότερα προς θυσίαν.
Όταν αποκοιμηθήκαμε, ακούγαμε ακόμα το θόρυβο του ανέμου και των κυμάτων κι όταν έπαψε η ταραχή, μας ξύπνησε η γαλήνη. Εμπρός από τα παράθυρα μας απλωνόταν η θάλασσα ήσυχη και μεγάλη. Την ανάμνηση αυτή την είχα σημειώσει από χρόνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν