United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εντρέπομαι τον κόσμον, αλλέως θα έστελνα τα χαρτιά σε κανένα δικηγόρο να κατάσχω την περιουσίαν μου. Ευρίσκεται τώρα δεμένος ς' την Πόλι ς' τον Κουρου- τσεσμέ, καθώς μου έγραψαν. Κάνει κανένα κουτσοτάξειδο εκεί γύρω, και ύστερα δένει ς' το Κουρου-τσεσμέ και ξεχειμωνιάζει, Και να δης, Παπά μου, είνε ένα παράξενο πράμμα ς' αυτό το παιδί! Μήπως έχει, θαρρείς, κουμπάραις και τον τρώνε.

Κι' ύστερα τον μαγκούφη τον είδα εις συμπόσιον να πίνη μονορούφι το νέκταρ το αμβρόσιον. Τον Πάρι με της Χάραις τον 'πρόφθασα παιδάκι να παίζη της κουμπάραις και το δακτυλιδάκι. Είδα τον Χονδροκώστα ως δήμιον των σκύλων, και να γενή κομπόστα της Έριδος το Μήλον. Είδα το ένα κι' άλλο, τέλος κι' αρχήν δεν 'βρίσκω, κι' αν δεν σταθώ θα βγάλω σπυρί 'στόν ουρανίσκο.

Ήτο και ο Παυλάκης, άσωτος υιός πλοιάρχου Συριανού, διωγμένος από τον πατέρα του, δυο χρόνια τώρα, με μίαν μορφήν ξεπλυμένην και άχαριν εκ του ασώτου βίου, με βλέμμα απλανές, ακίνητος ως να εκοιμάτο με ανοικτά μάτια, όστις εγύρευε τσιγάρα πάντοτε, υποσχόμενος ν' ανταποδώση αυτά «σαν φθάσουντα πόρτο». Αλλάτο πόρτο πάντοτε γινόμενος άφαντος εις της κουμπάραις του· δυο φοραίς παντρεμένοςτα Θεραπειά και μιατον Καρού-Τσεσμέ, ενώ εις την Σύρον έκλαιεν η μάννα του απαρηγόρητος, μόνην παρηγορίαν ευρίσκουσα επάνω εις την Αγίαν Παρασκευήν οπού εκείνα τα έτη είχεν εγκατασταθή ο εκ Σκιάθου επιφανής μοναχός Διονύσιος, ο Γέροντας αποκαλούμενος και ετέλει κάθε Σαββατόβραδον εκεί ωραίας αγρυπνίας, πολύ σεβάσμιος εις όλην την Σύρον.

Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχιζε να ζυμώνη, και έπλασε αρκεταίς κουλούραις μετ' αυγών, διά τον σύζυγον, επιδημούντα τοτε, διά την πενθεράν της, δι' εαυτήν, διά ταις κουμπάραις, ως και μικραίς «κοκκώναις» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ' αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.

Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία. Και μετά μικρόν εξηκολούθησε: Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας.