United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

Οι σκορπισμένοι κολλήγοι σαν έμαθαν το συγκέσιο πήρανε θάρρος. Εκείνοι που δούλευαν στα κοντινά χτήματα έστειλαν τα κανίσκια τους κ' ειδοποίησαν πως θα παρασταθούν κ' οι ίδιοι στα στέφανα· όσοι ήταν μακρυά στείλανε πλουσιώτερα δώρα και μεγαλείτερες ευκές. Μα το δώρο που ευχαρίστησε περισσότερο τους νιους ήταν του Αλαμανού. Ήρθε από βραδύς με το ταχυδρομείο.

Ό,τι καλό δεντρί χαιρότανε ακόμη τη ζωή του από τον καιρό των Ευμορφόπουλων, πέθαινε τώρα με ληστρικό πελέκι. Και σύγκαιρα συνατοί τους ή καθένας μοναχός οι ακάλεστοι κολλήγοι μοίραζαν το χτήμα, σα να ήταν πατρογονικό τους. Ο Χαγάνος τάβλεπε με θλίψη του και δεν τολμούσε να τους εμποδίση. Όχι μόνον δεν τολμούσε· μα και μέσα στην παμπόνηρη ψυχή του τόβρισκε για καλό του αυτό το μαλλοτράβηγμα.

Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα.

Οι παλιοί κολλήγοι του Ευμορφόπουλου σκόρπισαν από το χτήμα σαν του λαγού τα παιδιά. Ένας με τον άλλον πήραν όλοι τα μάτια του· Άλλοι πήγαν και ρογιάστηκαν σε γειτονικά χτήματα, άλλοι τράβηξαν πάρα πέρα, γυρεύοντας τύχη. Κ' έκαναν ό,τι δουλειά εύρισκαν άλλοι ζευγάδες, άλλοι βοσκοί, άλλοι ψιλικατζήδες, χαλκιάδες, και καλόγεροι ακόμα.

Γλώσσα δυνατή, αρμονική, γεμάτη νόημα και πάθος. Η παράδοση έλεγε πως αν ήταν μεγάλοι εκείνοι ήταν από τη γλώσσα τους. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού επήρε τ' όνομα, να πάρη κ' εκείνη. Να την πάρη όχι μόνον αυτός αλλά κι ο αδερφός του κ' οι κολλήγοι του ακόμα. Άμα το κατώρθωνε αυτό, πίστευε τη δουλειά του τελειωμένη. Και άμ' έπος, άμ' έργον, άρχισε στα σοβαρά το σκοπό του.

Ήρθε πριν ο Δημητράκης και μου 'καμε το κεφάλι μου κουδούνι. Είπεείπε, κόντεψε να τον κάμη ήρωα το χοιροβοσκό· δε θέλω ν' ακούσω άλλο. — Καλά· δε θα σου μιλήσω γι' αυτόν είπε υπομονητικά η γριά. Ήρθαν οι κολλήγοι μας και θέλουν να μιλήσετε για τα χωράφια. Άλλες χρονιές σαν τώρα τάχε μοιρασμένα ο γέρος και δούλευαν μέσα. Ο Κουτρουμπής λέει πως πέσανε βροχές και θάχουμε καλά γεννήματα εφέτο.