Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Εκ τούτου ο πόλεμος των εμπειρικών κατά των κενολογιών του αφαιρετικού νου. Αλλά το αληθές σχήμα, λέγει ο Αριστοτέλης, το γενικόν σχήμα είναι το τρίγωνον, όπερ ευρίσκεται παρά τα άλλα και εντός των άλλων, τα οποία πάντα αναλύονται εις τρίγωνα. Τα αυτά λέγομεν και περί της ψυχής, την οποίαν δεν πρέπει να ζητώμεν ως τι κενόν και αφηρημένον ενώ έχει πλουσιώτατον περιεχόμενον.

Μετ' ολίγον η ένωσις δύο ψυχών συνετελέσθη και το ψυχρόν, το άχαρι, το σιωπηλόν οίκημα του Κλέωνος μετέβαλεν εντελώς όψιν. Το κενόν επληρώθη . . . Η επιστήμη αφ' ενός, αφ' έτερου ο έρως ον εφαίνετο συμμεριζομένη η νεαρά σύζυγος, δύο αγαθά αναφαίρετα . . . Την ευδαιμονίαν του Κλέωνος διεδέχθη μετ' ου πολύ μεγάλη χαρά και ταύτην άλλη, μικροτέρα μεν, χαρά όμως πάντοτε, αληθηνή άλυσσος ευτυχιών.

Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος και ήρχισαν να τραβούν. Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν. Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον. Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον.

Μεταξύ των προμαχώνων των ανεγερθέντων από τους εις Φαληρέα Έλληνας και από τους περί τον Καραϊσκάκην έμεινε κενόν διάστημα, όθεν ηδύναντο να διαβαίνωσιν οι εχθροί και να συγκοινωνώσι με το λοιπόν στρατόπεδον χωρίς βλάβην των.

Ήμην όρθιος παραπλεύρως του μύλου. Απέναντί μου, εις μικράν απόστασιν, ήσαν δύο οικίσκοι, οι τελευταίοι του χωρίου. Ενθυμούμαι, — του ενός εξ αυτών η θύρα και τα παράθυρα ήσαν κλειστά· εις το κατώφλιον της ανοικτής θύρας του άλλου εκάθητο χωρικός υπέργηρως, με κατάλευκον γενειάδα. Εφαίνετο τυφλός.... Μεταξύ των οικίσκων υπήρχε διάστημα κενόν, διά του οποίου εφαίνετο όπισθεν πυκνός ελαιών.

Ήτο κρεμασμένον από ένα ορειχάλκινο τέλι. Το όλον δ' εσφύριζεν αιωρούμενον εις το κενόν. Δεν μου επετρέπετο πλέον ν' αμφιβάλλω ως προς την τύχην, η οποία μου επεφυλάσσετο από την εφευρετικότητα των μοναχών.

Δεν είνε τίποτα. — Θαρθή κι' ου καπετάν-Θοδωρής; — Θαρθή. — Ναρθή. Αληθώς μετ' ολίγον ο καπετάν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες. Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον.

Ίσως διηπόρησεν ήδη ο αναγνώστης πώς κατώρθωσεν ο Μάχτος να γράψη την περίφημον ταύτην επιστολήν. Θα απαντήσωμεν εις την ερώτησιν ταύτην, τοσούτω μάλλον, όσω και άλλο κενόν συμπληρούται διά της απαντήσεως ταύτης, το εξής: Πόθεν εγίνωσκεν ο Σκούντας ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω μοναστηρίω;

Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος.

Και ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά εις σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ αδαμάντινα δύο δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως σταγόνες δρόσου, δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν