Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Τότε από την χαράν μου εξύπνησα και ευθύς έσκαψα και εύρον τις σαΐτες και το δοξάρι, τας οποίας έρριψα εις το άγαλμα· και με την τρίτην το εγκρέμνισα εις την θάλασσαν, το δε άλογον έπεσε προς το μέρος μου.

Έπλευσαν επίσης και κατά των νήσων του Αιόλου. Επιστρέψαντες εις Ρήγιον εύρον εκεί τον Πυθόδωρον τον Ισολάχου, στρατηγόν των Αθηναίων, ελθόντα να διαδεχθή τον Λάχητα εις την διοίκησιν του στόλου.

Και εκεί εύρον την Σαλαμινίαν ναυν ελθούσαν εξ Αθηνών με διαταγήν να μεταφέρη τον Αλκιβιάδην, όπως απολογηθή δι' όσα τον κατηγόρει η πόλις, καί τινας των συστρατιωτών του κατηγορουμένους διά την βεβήλωσιν των μυστηρίων και των Ερμών.

ΛΟΓ. Ουχ' εκών μεν, είπω δε. — Ετύγχανον σήμερον πεινών την εσχάτην πείναν· και δη έδοξέ μοι πορευθήναι εν τω εδωδιμολεσχοοικητηρίω· και κορεσθήναιαπελθών ουν, εύρον και συνδαιτυμόνας πλείστους αυτόθι συνευωχουμένουςκαι δη τοίνυν δέδοχεν αυτοίς την εφημερίδα αναγνούσιν, ευθυμητέον είναι την της Ελλάδος παλλιγγενεσίαντοιγαρούν εσθιόντων, πινόντων, αδόντων, υμνούντων, και ορχομενοευφραινομένων.

Αλλ' όντας πεινασμένος και μάλιστα κοπιασμένος από τον δαρμόν της θαλάσσης, ζητούσα χόρτα κατάλληλα προς τροφήν και εύρον αρκετά, ομοίως και διάφορα οπωρικά, από τα οποία ήτο πλούσιον εκείνο το νησί· εκεί εύρον και νερόν αναβρυστικόν πολλά νόστιμον, ώστε κατεπράυνα ολίγον την πείναν και το δροσερόν εκείνο νερόν εύφρανε την καρδίαν μου.

Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση.

Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση: — Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών; — Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον Γλαύκον, τον ιατρόν. — Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός;

Περιέφερα ανήσυχος το βλέμμα επί των μορφών του παραπετάσματος και των ποικιλοχρόων φώτων του λαμπτήρος, ζητών δε ν' αναπολήσω τα συμβάντα της παρελθούσης νυκτός, διηύθυνα κατά τύχην το βλέμμα επί του σημείου, ένθα είχα ίδει την σκιάν, αλλά δεν εύρον πλέον αυτήν εκεί, και, ανακουφισθείς ολίγον, έρριψα πάλιν το βλέμμα επί της εν τη κλίνη ωχράς και επιβαλλούσης μορφής· ησθάνθην τότε κυριευούσας με πληθύν αναμνήσεων της Λιγείας μου και την καρδίαν μου πλημμυρούσαν, με ορμήν παλιρροίας, υπό του αρρήτου άλγους, το οποίον επίσης με είχε καταλάβει και επί τω θανάτω εκείνης.

Τοιουτοτρόπως λοιπόν και η πόλις, αφ' ου γράψη υποκάτωθεν ως οδηγίαν νόμους, τους οποίους εύρον οι καλοί και παλαιοί νομοθέται, υποχρέωνει τους ανθρώπους σύμφωνα με αυτούς να κυβερνούν και να κυβερνώνται· εκείνον δε, ο οποίος περιπατεί έξω από τους νόμους τούτους, τον τιμωρεί και η τιμωρία αύτη ονομάζεται και εις τον τόπον μας και εις πολλά άλλα μέρη ευθύνει, διότι η τιμωρία ευθύνει, δηλαδή ισάζει τον άνθρωπον.

Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο. — Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν