United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δε υπεστήριζε τα λεγόμενά του επιμόνως, οι συγγενείς μετέβησαν εις την κατοικίαν του κναφέως έχοντες μεθ' εαυτών και εκείνα τα οποία απητούντο διά να άρωσι το σώμα. Ανοιχθείσης της οικίας δεν ευρέθη ο Αριστέας ούτε νεκρός ούτε ζων.

Τότε επίσης έσπευσαν να στείλουν εξ αυτών επτακοσίους οπλίτας μετά του Βρασίδου, του οποίου ο επίλοιπος στρατός συνέκειτο εκ μισθοφόρων ληφθέντων υπ' αυτού εκ της Πελοποννήσου. Αυτόν δε τον Βρασίδαν έπεμψαν οι Λακεδαιμόνιοι θέλοντα και ζητήσαντα τούτο επιμόνως.

Εν αυτή έχει γραφή ότι αναχωρώ εις Βενεβέντον. θα προσθέσης ότι ανεχώρησα σήμερον το πρωί, προσκληθείς δι' επειγούσης επιστολής του Πετρωνίου. Και επανέλαβεν επιμόνως: — Ανεχώρησα διά Βενεβέντον. Εννοείς;

Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον να ήνε . . . Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του. — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν μέση τη οδώ.

Αλλ' όταν το πρωί την επανείδε τον κατέλαβεν αιφνίδιον πείσμα παιδίου, το οποίον συντρίβει όταν του δίδουν το αντικείμενον το οποίον εζήτει επιμόνως. Εις αυτήν δε την ψυχικήν διάθεσιν τον εύρε μετ' ολίγον η χήρα και δεν εδυσκολεύθη να τον φέρη εις τα νερά της. Αλλ' η μεταβολή δεν ήτο πραγματική.

Αυτά μου διηγήθη ο ιατρός Αλέξανδρος, ο οποίος εκλήθη να τον εξετάση• μου είπε δε ότι τον εύρε να κυλίεται κατά γης, να βασανίζεται υπό πυρετού ανυποφόρου και να ζητή επιμόνως ψυχρόν ύδωρ• ο ιατρός όμως δεν του έδιδεν, αλλά του είπεν ότι, αν εξάπαντος επεθύμει ν' αποθάνη, ο θάνατος είχεν έλθη προς αυτόν μόνος του και δεν είχε παρά να τον ακολουθήση, χωρίς να φροντίζη περί πυράς.

Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ' απήτει μάλιστα επιμόνως παρ' αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι' όλον τον κόσμον η Σμάλτω.

Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κ' επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ' απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των. — Τόρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς. — Κ' εγώ.

Αλλ' όσα λέγει είνε συνετά και σεμνά και οι λόγοι του κατεβαίνουν όπως του Ομηρικού εκείνου ρήτορος• «νιφάδεσσιν εοικότες χειμερίησι» • και δεν είνε αρκετόν να τους παρομοιάση τις, διά την ηλικίαν των, προς κύκνους• η ευφράδεια των ενθυμίζει μάλλον τους τέττιγας, όπως εξακολουθούν να λαλούν επιμόνως και γοργώς μέχρι βαθείας εσπέρας.

Η τιμωρία διά την αιμομιξίαν σου ήρχισεν. Ο Θεός σε παιδεύει τώρα, με την στείρωσιν ημιόνουΓέλωτες ως πλατάγισμα υδάτων ηκούσθησαν. Ο Βιτέλλιος εξηκολούθει επιμόνως να μένη. Ο διερμηνεύς με ύφος απαθές μετέφραζεν εις την Ρωμαϊκήν γλώσσαν, όλας τας ύβρεις τας οποίας ο Ιωάννης εβρυχάτο εις την ιδικήν του. Ο Τετράρχης και η Ηρωδιάς ηνείχοντο ήδη τας ύβρεις εκείνας διά δευτέραν φοράν.