United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήξευρε διατί, αλλ' ενόμιζεν ότι ο πύργος εκείνος δεν ήτο άξιος εμπιστοσύνης· το κόκκινον αυτού χρώμα, τα οδοντωτά τείχη του, ο πρωτοφανής ρυθμός του, με εσοχάς κ' εξοχάς, με κύκλους και τρίγωνα άτακτα, του εφαίνετο ως μνημείον αφιερωμένον εις θηριώδη τινά και κακούργον ύπαρξιν.

Την τετάρτην και την πέμπτην ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς, όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν ανεπαισθήτου αύρας.

Άνθρωπός τις εφάνη κρατών δέμα εν τη χειρί, ως εφαίνετο, διότι ο Βράγγης δεν ηδύνατο καλώς να διακρίνη. Το φέγγος της σελήνης κατήρχετο διά του ανοίγματος των δένδρων επί του προσώπου του αγνώστου και εφώτισε τους χαρακτήρας του. Ήτο άνθρωπος με χρώμα ηλιοκαές ή φύσει μελαψόν, με οστεώδεις και μακράς εξοχάς εν τη μορφή, με ερρυτιδωμένον μέτωπον. Υψηλός το ανάστημα, αλλά κυρτός.

Αλλ' όταν μία καταστρεπτική πλημμύρα του Κηφισσού, η οποία κατέστρεψεν όλας σχεδόν τας εξοχάς των Αθηνών, εξηφάνισεν ολοτελώς και το περίφημον περιβόλιον του Γέρω-Λαχανά, τα δε παιδία μόλις εσώθησαν επί της στέγης της οικίας των, ο Σπύρος ήρχισε να συλλογίζηται πάλιν ως και την άλλην φοράν και να θέλη να φιλοσοφήση επί των καταιγίδων και των πλημμυρών. — Τώρα τι να κάμωμεν!

Του ενθύμησεν όλας τας συνομιλίας των, εκεί κάτω εις τα βαλανεία, τους μακρυνούς περιπάτους των εις την Ιεράν Οδόν, και την εσπέραν εις τας μεγάλας επαύλεις με τον ψίθυρον των πιδάκων, υπό τας ανθίνους αψίδας ότε είχον ενώπιον των τας ωραίας της Ρώμης εξοχάς. Τον εκύταζεν όπως άλλοτε προστριβομένη επ' αυτού με θωπευτικάς κινήσεις. Αλλ' ο Αντίππας την απώθησεν.

Αντεκρούσθησαν όμως με ανδρείαν και από τα δύο μέρη· και επειδή δεν ημπόρεσαν ούτε το έν ούτε το άλλο σώμα να μετακινήσωσιν από τον τόπον του, εκρύφθησαν όπισθεν εις τας εξοχάς της γης και μέσα εις τα κοιλώματα, κατά την συνήθειαν των Αλβανών· αλλά πριν λάβωσι καιρόν να οχυρωθώσι τόσον πλησίον, εφώρμησαν πανταχόθεν οι Έλληνες, τους έτρεψαν εις φυγήν και τους κατεδίωξαν έως εις τας θέσεις των, ότε ολίγον έλειψε να κυριεύσωσι και τα κανόνια των.

Ο όμιλος των προσφύγων εσκορπίσθη, και ετρέξαμεν όλοι εις του λόφου τας υπωρείας, όπως προφυλαχθώμεν υπό των βράχων τας εξοχάς. Οι τέσσαρες ναύται μόνοι έμειναν εις την άκραν της θαλάσσης, και υψώσαντες τα όπλα εσκόπευσαν και επυροβόλησαν διά μιας και οι τέσσαρες. Οι Τούρκοι άνωθεν δεν ανταπεκρίθησαν εις τον χαιρετισμόν τούτον.

Ο γέρων ητοιμάζετο να εξέλθη εις συνάντησιν του δημάρχου, όπως αναγγείλη αύτω την χαρμόσυνον είδησιν και τον αστείον της διασώσεως του θυσαυρού τρόπον, ότε η Γερακούλα βλέπει έξωθεν της οικίας τωνέκειτο έξω εις το άκρον της πόλεως, εν τη κεντρική προς τας εξοχάς οδώδιερχομένους τον δήμαρχον και τον ηγούμενον, οίτινες πλήρεις κόνεως και ακανθωτών κολλητσίδων εις τα ενδύματα, κάθιδροι και καταπεπονημένοι, επανήρχοντο κατηφείς εκ της ακάρπου καταδιώξεως των ληστών.

Τι έχεις; είπεν ο κυβερνήτης· κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι. Και ήρχισε ν' ανασπά την άγκυραν. Αλλ' ο επιβάτης δεν ήτο καλά! Είχε κύψει εις το κύτος, κ' εζήτει να κρατηθή από τας εξοχάς των στραβοξύλων, από τα εσωτερικά φατνώματα. Η λέμβος εκινήθη. — Έχε έννοια, είπεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί. Το σκάφος εσάλευσεν ολίγον τι. Ο επιβάτης εκυρτώθη, έγεινε κουβάρι.