United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως εθύμωσαν με τα λόγια του κ' ερρίχθηκαν λυσσαμένα, κάνοντας άνωκάτω τον τόπο περίγυρα. Άκουες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, βρισές, βλαστήμιες, δοντοτριξήματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας εγέμισεν από γλώσσες αόρατες, που καθεμιά είχε και τον σκοπό της.

Και επειδή ήταν αμάθητοι από ερωτικές αποκοτιές, ενόμισαν ποιμενικό αστείο το ότι είχε κάμει ο Δόρκωνας και δεν εθύμωσαν καθόλου, παρά και, παρηγορώντας τον, αφού τον επήγαν ως παρά πέρα, τον ξεπροβόδησαν. Κι' ο Δόρκωνας σαν εγλύτωσε από τέτοιο κίνδυνο και σώθηκε από του σκυλιού κι' όχι, καθώς λένε, από του λύκου το στόμα, εγιάτρευε το κορμί του.

Τράγοι, αφού εθύμωσαν, επιάστηκαν· και σαν έγιναν πιο δυνατά τα κουντρίσματα σπάει του ενός το ένα κέρατο· και μουγκρίζοντας τούτος από τον πόνο τόβαλε στη φευγάλα· μα ο νικητής ακολουθώντάς τον καταπόδι τον κυνηγούσε αδιάκοπα. Λυπάται ο Δάφνης τον τράγο με το σπασμένο κέρατο και θυμωμένος από την κακία του νικητή τον κυνηγούσε, αφού άρπαξε την αγκλίτσα του.

Πρώτη εκ των γειτόνων η γραία Παπαντώναινα τας ενουθέτησε, να μην τα πιστεύουν αυτά, αλλ' εκείναι ωργίσθησαν και την ύβρισαν· έκτοτε έγειναν κακαί με όλην την γειτονιάν και με όλον τον κόσμον. Όταν είδαν ότι ο Γιώργος των, ο καθηγητής, αργούσε να ταις φέρη από τας Αθήνας τον ονειροπολούμενον γαμβρόν, τον Τρικούπην ή τον Διάδοχον, εθύμωσαν και με αυτόν και ήρχισαν να τον υβρίζουν.

Ή περιμένετε να έλθη κανείς ζωγράφος να μας ζωγραφίση, όπως εξεικονίζουν τους μαθητάς του Σωκράτους εις το δεσμωτήριονΟι Κυνικοί εθύμωσαν και ήρχισαν να με υβρίζουν, τινές δε και ύψωσαν τας βακτηρίας των. Αλλ' επειδή ηπείλησα ότι θα ήρπαζα μερικούς εξ αυτών να τους ρίψω εις την πυράν, διά ν' ακολουθήσουν τον διδάσκαλόν των, εσιώπησαν και ησύχασαν.

Εσύ θέλεις ηξεύρει, ότι αυτός έχει ένα μοναχόν υιόν ονόματι Ταχέρ, μιας φύσεως πολλά θυμώδους, ο οποίος έχει ολίγον καιρόν που εστέφθη μίαν θυγατέρα ενός μεγάλου αυθέντου ξένου· αυτός όντας φυσικά θυμώδης, ωνείδισε μίαν ημέραν διά κάποιον σφάλμα την γυναίκα του· αυτή του ανταποκρίθη εις τον θυμόν του με λόγια με οργήν και με καταφρόνεσιν, τα οποία εθύμωσαν τόσον τον Ταχέρ, που την εχώρισεν· αυτός ύστερον από ολίγον εμετανόησεν επειδή και εκείνη ήτον μία ωραία νέα, και την ηγάπα πολλά· μα είναι οι νόμοι που δεν του δίδουν θέλημα διά να την ξαναπάρη, ανίσως και ένας άλλος άνθρωπος πρώτον δεν την ήθελε στεφανωθή, και ύστερον να την χωρίση.