United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα είπεν η Νύμφη μετ' αγερώχου και προκλητικού ήθους, και εσίγησεν. Ήτο ευπλόκαμος, ξανθή, γλαυκή τους οφθαλμούς και χαριεστάτη. Ο αλιεύς ητένιζε προς αυτήν όλος μεθύων, και τω εφαίνετο ότι ήλλαζεν όψεις από στιγμής εις στιγμήν. Οτέ μεν χείμαρρος πυρός εξήρχετο εκ των οφθαλμών της, οτέ δε ευώδη ρόδα εξεχύνοντο εκ των χειλέων της. Ο ερωτόληπτος την εθεώρει έξαλλος.

Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους. Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς, επεθύμει να απέλθη. Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου.

Ο κόσμος εθεώρει ματαίας τας ασκήσεις του και τας περιεφρόνει, σχεδόν όπως περιεφρόνει των σαλτιμπάγκων τα κυβιστήματα. Διά τούτο ολίγοι εκ των μαθητών του επεδόθησαν εις την γυμναστικήν.

Αλλ' ο Σωκράτης επεθύμει διά της βραβεύσεως ν' αυξήση την φιλοτιμίαν και τον ζήλον του Αλκιβιάδου εις τα υπέρ πατρίδος καλά έργα· ως αληθής δε φίλος πάσαν ευτυχίαν των φίλων του ως ιδίαν αυτού ευτυχίαν εθεώρει. Βλέπετε λοιπόν ότι η διαγωγή του Ανδρέου προς τον Φίλιππον δικαίως μ' ενθύμισε την διαγωγήν του Σωκράτους προς τον Αλκιβιάδην.

Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ, πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν. — Αν δεν ηρχόμην εγώ απ' την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ' αυτά θα έλειπαν . . . Γάμος μπορούσε να γείνη, αλλά θα ήτο πολύ πτωχικώτερος . . . και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.

Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.

Αλλά δεν ευρίσκετο εκεί· αντικατέστησαν τα φορέματά μου με ένα μανδύαν από πρόστυχην λινάτσαν. Η σκέψις μου ήτο να βυθίσω την κάμαν είς τινα στενήν ρωγμήν του τοίχου και να σημειώσω ούτω το σημείον της αναχωρήσεώς μου. Η δυσκολία ήτο πολύ κοινή. Αλλ' η ταραγμένη φαντασία μου την εθεώρει ανυπέρβλητον.

Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης πίσωτον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν κάνει να την έχης επάνω σου. Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.

Επειδή δε εθεώρει τούτο ως δημοσίας ευεργεσίας υπόθεσιν, μετεχειρίσθη τινά των χρημάτων των από του Κορβανά ή του ιερού θησαυροφυλακείου· πλην ο λαός εξηγέρθη μανιώδης εναντίον του επί τη καταχρήσει ταύτη του ιερού θησαυρού.