United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρατηρεί δεξιά και αριστερά, — με τον ένα οφθαλμού προδίδοντα φόβον, και με τον άλλον προδίδοντα θράσοςκαι προχωρούσα εισέρχεται εις στρατώνα, ένθα προ στιγμής στρατιώται αποδειπνήσαντες, αφήκαν του φαγητού των τα αγγεία επί ακαθάρτου τραπέζης. — Ιδέ τι κάμνει εκεί, λέγει το Φάσμα. Ω! ό,τι είδον, Διδάσκαλε, ήτο τρομερόν και άμα αηδές, και υπεχώρησα φρίττων.

Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.

Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.

Εκείνοι δε οι οποίοι ηκολούθουν οπίσω απ' αυτούς και ηκροάζοντο τα λεγόμενά των, οι μεν περισσότεροι εφαίνοντο ξένοι, τους οποίους σύρει ο Πρωταγόρας από όλας τας πόλεις από τας οποίας περνά, μαγεύων αυτούς με την φωνήν του καθώς ο Ορφεύς, εκείνοι δε ακολουθούν προς το μέρος της φωνής μαγευμένοι· ήσαν δε και μερικοί από τους εντοπίους μέσα εις την συντροφιά· αυτήν λοιπόν την συντροφιά άμα εγώ την είδον, ευχαριστήθην βέβαια παρά πολύ.

Η έκφρασις «εν τω ονόματί Μου» φαίνεται ότι ενέπνευσεν εις τον Ιωάννην αιφνιδίαν ερώτησιν. Είδον, είπεν ούτος, ένα άνθρωπον όστις εξέβαλλε δαιμόνια εν τω ονόματι του Χριστού· αλλ' επειδή ο άνθρωπος δεν ήτον εκ των ιδικών των, τον παρεκώλυσαν. Έπραξαν καλώς;, Ουχί, είπεν ο Ιησούς. Όστις δύναται να πράξη έργα ελέους εν τω ονόματι του Χριστού, ας τα πράξη. «Ό μη ων καθ' ημών μεθ' ημών εστι».

Εσχάτως λοιπόν, την παρελθούσαν νύκτα, είδον ενώ εκοιμώμην τον πρεσβύτερον υιόν σου έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας των οποίων η μία επεσκίαζε την Ασίαν και η άλλη την Ευρώπην. Εκ τούτου λοιπόν του ενυπνίου ουδέν άλλο δύναμαι να συμπεράνω ειμή ότι ο υιός σου συνομνύει κατ' εμού.

Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση.

Αλλ' επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον. Ο μπάρμπα-Διόμας, ελθών μετ' ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά αλλ' υπερτάτη ευτυχία του πτωχού! Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς.

Και άμα έφθασαν εις τον ισθμόν και είδον τους εναντίους παρασκευαζομένους ως διά μάχην, αντιπαρετάχθησαν και αυτοί, και μετ' ου πολύ συνεπλάκησαν.