United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Π. Νοταράς, λαβών την άδειαν ν' απέλθη εις Σαλαμίνα δι' ολίγας ημέρας, διευθύνθη εις Κόρινθον με την επιθυμίαν του να λάβη υπό την εξουσίαν του το φρούριον. Τοιούτους τρόπους μεταχειριζόμενοι και άλλοι κατώτεροι αξιωματικοί ανεχώρουν αδιακόπως από το στρατόπεδον.

Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των, αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.

Εις αυτήν εστρέφετο αδιακόπως το πνεύμα του υπό της φύσεως και της δυστυχίας απομονωθέντος συγγραφέως. Έκαστον δε σταθμόν αυτής εγαλβάνιζεν η λαμπρά αυτού διάνοια, ενσωματούσα αυτόν εις μυθιστόρημα, διήγημα, άρθρον ή σκέψιν. Άξιον μάλιστα παρατηρήσεως είναι ότι όλη η δημιουργική και μέρος της κριτικής εργασίας του Ροΐδου σχετίζεται δεινώς προς επεισόδια των παιδικών και νεανικών αυτού χρόνων.

Το κατάστρωμα μέχρι της υψηλής πρύμνης είνε διάβροχον. Οι ναύται γυμνοκνήμιδες, ίστανται εις τας θέσεις των, βρεχόμενοι μέχρις αστραγάλων. Τα κύματα εισρέουσιν αδιακόπως ως ποταμός αφρίζων κ' εκρέουσιν από τ' ανοικτά πορτέλλα. Θαρρείς και το ήμισυ σκάφος πλέει υπό την θάλασσαν.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.

Μ' όλον ότι έγεινεν η εξοικονόμησις των τροφών και το πράγμα έλαβε την επιθυμητήν διόρθωσιν, το κακόν όμως της λιποταξίας όχι μόνον δεν εδιορθώθη, αλλ' εξηπλώθη και εις τους αξιωματικούς, οι οποίοι είχον αρχίσει να φοβώνται και διά την ιδίαν των ύπαρξιν και ασφάλειαν, διότι έβλεπαν λιποτακτούντας αδιακόπως τους στρατιώτας των· μερικοί από τους αξιωματικούς επεχείρησαν μάλιστα να λιποτακτήσωσιν, αλλά γενόμενοι γνωστοί επέσυρον εις εαυτούς το όνειδος όλου του στρατοπέδου· μ' όλον τούτο έγειναν αίτιοι να εισχωρήση γενική υποψία εις όλους τους συγκροτούντας τα διάφορα σώματα, ώστε ούτε ο αξιωματικός ενεπιστεύετο εις τον στρατιώτην, ούτε ο στρατιώτης έβαλλε βάσιν εις τους λόγους του αργηγού του· ώστε μόνον σχεδόν αίτιον, το οποίον εμπόδιζεν έτι την διάλυσιν του στρατοπέδου, ήτον των πλοίων η έλλειψις.

Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον. Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης. Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως.

Η λυγερή έκρυπτεν ήδη εντός αυτής κάμινον ολόκληρον παθών, η οποία την εβασάνιζε και την κατέφθειρεν αδιακόπως, μετά φρικώδους και πονηράς επιμονής. Προ πάντων δ' έπασχεν η κεφαλή της, η χαριτωμένη εκείνη κεφαλή, ωσεί τιμωρουμένη διά την αφροσύνην της. Ιδέα γιγαντιαία, η ιδέα του σφάλματός της, εβάρυνεν ως μόλυβδος εντός και την έκαμνε να κύπτη, καθυποτάσσουσα αυτήν εις μετάνοιαν.

Υπαινιγμοί πολυτιμότατοι κάποτε· μικρά επεισοδιακά ποιήματα· και τέλος το αχώνευτο εις πεζόν μυθιστόρημα όπου μέσα σε κυκεώνα αδιακόπως αυξημένο από τους διαδοχικούς συντάκτες, διετηρήθησαν κάποια λείψανα των χαμένων ποιημάτων.

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.