United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρά τα λεχθέντα λοιπόν υπό των θυμάτων του καλάμου του, ο Ροΐδης εν τη κριτική του εργασία δεν ήτο αρνητικός· αδιακόπως τουναντίον ανελάμβανε την διαφήμισιν Ελλήνων τε και ξένων λογογράφων και καλλιτεχνών αγνώστων ή λησμονημένων . Ως προς τα πολιτικά άρθρα, άτινα έγραψε κατά την περίοδον ην μελετώμεν, ταύτα συν τοις άλλοις μας δίδουσι το μέτρον της γαλλομαθείας του.

Ο Κύρος ωφελήθη εκ της αποκρίσεώς των και είπεν· «Ω Πέρσαι, ιδού η τύχη σας· εάν με υπακούσετε, θα απολαύσετε τα αγαθά ταύτα και άπειρα άλλα χωρίς να εργάζεσθε δουλικώς· εάν όμως δεν θελήσετε να με ακούσετε, θα επιφορτίζεσθε αδιακόπως με εργασίας ομοίας της χθεσινής. Ακολουθήσατέ με από σήμερον και γενήτε ελεύθεροι.

Ούτω και διά τους λόγους τούτους η γέννησις της ανωμαλίας, διατηρουμένη πάντοτε, παράγει την συνεχή κίνησιν των στοι- χείων τούτων, ήτις είναι και θα είναι αδιακόπως.

Έπειτα όλοι νομίζουν ότι πρέπει να ζη ηδονικώς ο ευτυχής, και λοιπόν εις μεν την μοναξίαν είναι δύσκολος ο βίος, διότι δεν είναι εύκολον μόνος του κανείς να ενεργή αδιακόπως, ενώ μαζί με άλλους και ως προς άλλους είναι ευκολώτερον. Επομένως η ενέργεια θα γίνη συνεχεστέρα, αφού και καθ' εαυτήν είναι ηδονική, το οποίον πρέπει να υπάρχη εις τον αξιομακάριστον.

Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Καθ' όσον αφορά δε εις την απόσβεσιν του νέου δανείου, η επιτροπή ολίγον εμερίμνα, ούσα πεπεισμένη ό,τι ως εκ των αδιακόπως αυξανομένων προσόδων του δημοσίου ταμείου, αύτη θα ήτο λίαν εύκολος.

Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και του παραμέσου τους κροτάφους τον. — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος νυσταλέος υπηρέτης.

Ειργάζοντο δε αδιακόπως εκατόν χιλιάδες ανθρώπων αντικαθισταμένων κατά τριμηνίαν.

Εάν λοιπόν δεν έχουν εισέλθει πρότερον εις τας ασχολίας τας σχετιζομένας με τον τοιούτον ερωτά των, τότε επιδίδονται μανθάνοντες ό,τι δύνανται από τους άλλους και ιδικάς των δυνάμεις μεταχειριζόμενοι, αναζητούντες ν' ανευρίσκωσι μόνοι των τας φυσικάς ιδιότητας του ιδικού των θεού, λαμβάνουσιν εν τέλει σαφή γνώσιν, διότι αναγκάζονται να έχωσιν αδιακόπως τα βλέμματά των προς τον θεόν, και εγγίζοντες τον θεόν διά της αναμνήσεως λαμβάνουσιν ενθουσιώντες τα ήθη και τας συνηθείας, καθ' όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μετάσχη της θείας φύσεως· και την αιτίαν τούτων των ευτυχών μεταβολών αποδίδοντες εις τον ερώμενον έτι περισσότερον τον αγαπώσι, και, εάν ο Ζευς είναι η θεία πηγή, εξ ης αντλούσι την έμπνευσίν των, διαχύνοντες αυτήν, καθώς αι Βάκχαι , επάνω εις την ψυχήν του ερωμένου, αφομοιούσιν αυτήν όσον το δυνατόν τελειότερον με την θεότητα την ιδικήν των.

Ο νους του αδιακόπως εκάλπαζε ζητών κάτι το οποίον και αυτός δεν εγνώριζεν· ιδρώς αγωνίας και ταραχής απέσταζε κατά θρομβία από του μετώπου του εν τη ώρα εκείνη του χειμώνος.