United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος. Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς.

Διερχόμενος διά μέσου της Αρικίας, ήτις έκειτο εις το μέσον της εις Ρώμην αγούσης οδού, συνήντησε πλήθος δούλων, οίτινες μετέβαινον εις το Άντιον, κομίζοντες ειδήσεις και τους ηρώτησε: — Ποίον μέρος της πόλεως καίεται; — Η πυρκαϊά, αυθέντα, ήρχισε μεταξύ των οικίσκων, πλησίον του μεγάλου Κίρκου. — Και η Τρανστιβέρη;

Μόλις ο Κύριος έφθασεν εις την πόλιν Καπερναούμ, και τον συνήντησε πρεσβεία εξ Ιουδαίων πρεσβυτέρων της πρωτίστης Συναγωγής, ερχομένη να μεσιτεύση πλησίον Του προς χάριν του κεντυρίωνος, του οποίου ο πιστός και ηγαπημένος οικέτης, έκειτο εν αγωνία και κινδύνω παράλυτος, Θα ηδύνατο ίσως να φανή παράδοξον ότι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι έλαβον τόσον ενδιαφέρον δι' άνθρωπον όστις, ρωμαίος ή όχι, ήτο βεβαίως εθνικός, και δεν ήτο καν ούτε προσήλυτος.

Εις τοιούτον τόπον, εις μέρος όπου υπήρχον κακοπάθειαι όπως ανακουφισθώσι, εκεί κατηύθυνε τα βήματά Του ο Αγαθός Ιατρός, και μάλιστα αφού ήτο Σάββατον. Ο Φαρισαϊσμός εφρόντιζε μόνον περί τελετών και προσφορών και λεπτολογίας τύπων· αλλ' ο Ιησούς εγνώριζεν ότι το αγαθοποιείν ήτο η θυσία εις ην ηρέσκετο ο Ουράνιος Πατήρ. Μεταξύ των ασθενών έκειτο είς επί τριακονταοκτώ έτη παράλυτος.

Εν τω μέσω έκειτο η κάμινος, κτιστή και υψηλή μέχρι των βουβώνων ανδρικού αναστήματος, εφ' ης νυχθημερόν έκαιον οι εξ ερείκης άνθρακες. Αύτη συνείχετο με ισοϋψές ίκριον, εφ' ου ήσαν ιδρυμέναι αι δύο φύσαι. Διά της εν τη οροφή μεγίστης οπής εξήρχετο ο καπνός. Περί την κάμινον ίσταντο τρεις μεγάλοι άκμονες, παρ' αυτούς έκειντο οι ραιστήρες, αι σφύραι, αι πυράγραι και τα λοιπά εργαλεία.

Και αυτός ο Πέτρος, μεθ' όλας τας προθύμους υποσχέσεις και τας διαμαρτυρίας του, έκειτο βαθέως κοιμώμενος. «Σίμων, καθεύδειςείπε.

Συ δεν της μοιάζεις, είσαι καλό κορίτσι, Αϊμά. — Ο Μάχτος, εψιθύρισεν η νέα. Αλήθεια πως δεν ήτον ο Μάχτος αυτός; — Ποίος; — Εκείνος. Και η Αϊμά εδείκνυε μόνον διά της χειρός την διεύθυνσιν προς ην έκειτο ο μύλος, όθεν είχον αναχωρήσει. Εφαίνετο δε μη έχουσα την δύναμιν να εξηγηθή διά λέξεων. Ο Πρωτόγυφτος απήντησε·Λέγεις εκείνους τους δύο που μάλωναν; — Ναι. — Δεν ήτον ο Μάχτος.

Ο ιερεύς, εκπέμπων κραυγήν καταπλήξεως, και ο στρατός ολόκληρος αντιβοά ομοίως εις το απροσδόκητον εκείνο θέαμα, έργον θείας θελήσεως, το οποίον και αυτοί ακόμη οι ιδόντες δεν ηδύναντο να το πιστεύσουν. Έλαφος μεγίστη και ωραιοτάτη έκειτο επί της γης ασπαίρουσα και το αίμα της ερράντιζε μέχρι βάθρου ολόκληρον τον βωμόν της θεάς.

Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά. Και απεμακρύνθη. Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν.