United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια. Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο.

Και σε λίγο ξανάρθε μέσα και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το λεμόνι; και πάλι τάπ-τάπ-τάπ έκαναν τα βήματά της. . . κ’ έκανε άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της και να τη φορέση. . . . . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.

«Καλαμιές στον άνεμο» ή η πορεία προς τη λύτρωση. Πρόκειται ίσως για το γνωστότερο διεθνώς μυθιστόρημα της Ντελέντα. Κι εδώ η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Σαρδηνία. Το κύριο πρόσωπο του έργου, ο Έφις, είναι ο ηλικιωμένος υπηρέτης στο σπίτι της οικογένειας Πιντόρ. Από την ξεπεσμένη οικογένεια ευγενών έχουν απομείνει μόνο τρεις αδελφές: δυο γεροντοκόρες και μια νεότερη, ανύπαντρη κι εκείνη.

Σκεπασμένοι έτσι κάτω απ τον παχιόν της ίσκιο, δροσισμένοι τόρα από τον πρωινόν το μπάτη, που άρχιζαν μέσα να ξανασένουν τα πέλαγα, εψαρέβαμε τις πέρκες τις πολύχρωμες, τους γαζωμένους ζήλους, τις πράσινες τις λάπενες, τους γάιτανους, τα ολάργυρα σπαράκια, διαβάζοντας και το φρεσκοτυπωμένο το βιβλίο, που ο Καπτάν-Μιχάλης έκανε τα θάμα του, πώς στον άνεμο έκανα, και ταξηγούσα τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, να ταπεικάζη όπως κουβεντιάζαμε.

Τ' απονέρια του μόνον έδειχναν ακόμη το γοργό διάβα του. — Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα· εσυλλογίσθηκε γελώντας με τον φόβο του. Άδραξεν ευθύς το μελάτι, μια στο σχοινί κ' έφτασεν απάνω. Βρόντοι, φωνές, χτύποι, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιστά στη θάλασσα υποδέχθηκαν τον βουτηχτή, σαν να τον εχαιρετούσαν για το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι.