United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα στραφείσα πέραν προς την Πλάκαν, όπου ήσαν των Τούρκων οι τάφοι εκατερώθεν της οδού, είπε: — Καλέ, ποιος σκύλος εψόφησε; — Ο Λαδομπραΐμης, επληροφόρησεν ο Μανώλης, πλησιάσας και αυτός εις το παράθυρον. Οντέν επέρνουν απού το τζαμί, του 'διαβάζανε. Επλησίασε και η Πηγή μετ' ολίγον και οι τρεις παρετήρουν την τουρκικήν κηδείαν.

Εγώ μόνο » Ενόμιζα ότι ήμουνα « Θεός του κόσμου όλου. » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά » Καιτο τζαμί καθόλου » Δεν επροσκύνησα παρά «'Σ τον κόρο καιτο φόνο.» « Ποιος άλλος απετόλμησε » Να 'βρίση το Θεό του ; » Ποιος άλλος την θρησκεία του, » Την πίστιν του να ρίξη «'Σ τους σκύλους. Καιτα φονικά, «'Σ τα αίματα να πνίξη, » Να πνίξη, τη λατρεία του » Προς τον ανώτερό του

Ο Σαϊτονικολής επληροφόρησε χαμηλοφώνως τον υιόν του ότι το τζαμί ήτον άλλοτε ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, τον οποίον, όπως και πολλάς άλλας εκκλησίας, κατέλαβον διά της βίας οι Τούρκοι, όταν εκυρίευσαν την Κρήτην.

Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω. Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμοπάντα η φωνή του στο δειλινό! Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώραόταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε!

Σοβαρός και αρχαϊκός, γαλανός και ανοιχτοπρόσωπος, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου, με τας πλατείας χειρίδας, την κεντητήν ζώνην, και τα στιλπνά πανωβράκια του, εσύχναζε καθ' εκάστην εις το Κιόσκι........εντός της σιδηράς πύλης του Κάστρου, και αντικρύ εις το μικρόν τζαμί, το οποίον ευρίσκετο διά τον τύπον εκεί, τάχα διά τας θρησκευτικάς ανάγκας του μοναδικού Αγά, όστις ευρίσκετο ως σημείον συνδέσμου και υποταγής εφ' όλης της νήσου.

« Κι' ΟμέρΒριώνης μυστικά » Μ' ερώταγετο δρόμο: » — Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, » Τη πίστι σου ν' αλλάξης, » Να προσκυνήσηςτο τζαμί, » Και το Αλλάχ! . . . να κράξης; — » Κ' εγώ πικρά τον ύβριζα, » Και πήρε φόβο, τρόμο

Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθή, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε. — Ακόμα, ψυχομάννα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή. Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε πούπλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ' ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπησμένο απάνω στο καντηλιέρι.

Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν' αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία μιας στιγμής της ζωής σου.

Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».

Κ' έπειτα δε μίλησε πια, παρά κύτταζε μπροστά του. . . Είναι άνθρωποι που ζούνε σα χόρτα και κοτρώνια-ζουν και δε μιλούνε, μόνο βλέπουν τη ζωή τους σαν τα χόρτα και τα κοτρώνια : τη βλέπουνε σε μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερη ένταση από εκείνους που ξεφωνίζουν και ξέρουν και λεν το τι αισθάνονται- γιατί μπορεί και λέγεται με λόγια. . . Κύττα λοιπόν κ’ εσύ, αγόρι μου, τον άσπρο γύρο τον κολλαριστό του νυφικού σου κρεββατιού και μέτρα τις θηλειές της χερόπλεχτης νταντέλλας κάτω-κάτω ! Κύττα μια μεγάλη άρρωστη μύγα, που δεν πέθανε το χειμώνα, πως πετάει, βαριά, με βόμβο μονότονο από το τζάμι στην πλεχτή κουβέρτα και πίσω!