United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΕΛΑ — Ω! τρέμω το αίμα, τρέμω το αίμα. Δε θάκανα για γιατρός, σας βεβαιώνω. Μόνο οι άνδρες είναι καμωμένοι για το σκληρό αυτό επάγγελμα. Μα, ανθυπολοχαγέ, εσύ κοιμήθηκες. Τι ψόφιοι άνθρωποι που είσθε όλοι σας! Εμπρός, ένα ποτηράκι ακόμη! Ευθυμήστε λοιπόν, ευθυμήστε πριν χυθή εδώ μέσα το πνεύμα του Σαίξπειρ. Ιπ, ιπ, ουρρά! ΑΝΘΥΠΟΛ. — Να ζήσετε χίλια χρόνια, δεσποινίς.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Έλα να λογαριάσωμε από την αρχή τι και τι μου έφερες. ΔΩΡ. Καλά λες, Μυρτάλη, ας τα λογαριάσωμε. Στην αρχή σου έφερα υποδήματα από την Σικυώνα δύο δραχμών• έχομε λοιπόν δύο δραχμές. ΜΥΡΤ. Ναι, μα κοιμήθηκες δύο νύκτες. ΔΩΡ. Και όταν ήρθα από την Συρίαν σου έφερα ένα βάζο με άρωμα της Φοινίκης, δύο δραχμών και αυτό, μα τον Ποσειδώνα.

Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθή, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε. — Ακόμα, ψυχομάννα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή. Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε πούπλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ' ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπησμένο απάνω στο καντηλιέρι.