United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή δε εγέλασαν διά τούτο όλοι, Γελάτε, γαϊδούρια, είπε, διότι προέπια υπέρ της νύμφης εν ονόματι του θεού μας του Ηρακλέους; Και όμως πρέπει να ξέρετε ότι αν δεν λάβη από το χέρι μου το ποτήρι , δεν θα γέννηση ποτέ υιόν όμοιον μ' εμένα, δηλαδή με δύναμιν ακαταγώνιστον, με χαρακτήρα ελεύθερον και σώμα τόσο ρωμαλέον.

Και μη φοβουμένη, όπως ο στρατηγός Τσουρτς, όστις εκολύμβα κρατών λόγχην διά ν' αμυνθή κατά των καρχαριών, κατέβαινεν εις το Παλαιόν Φάληρον κατά τον βαθύν όρθρον και εκολύμβα. Αι οικογένειαι κατέβαιναν με τα κάρρα, οι δε νέοι με γαϊδούρια της Πλάκας, τα οποία συνηθροίζοντο είς τινα πλατείαν της συνοικίας Μακρυγιάννη και εδίδοντο αντί 50 λεπτών ή δραχμής.

Ηξεύρω όμως, διατί έχει το καυκί του ο σάλιαγκος. ΛΗΡ Διατί; ΓΕΛΩΤ. Διά να χώνη μέσα το κεφάλι του· όχι διά να το δίδη χάρισμα εις τας θυγατέρας του και ν' αφίνη ολόγυμνα τα κέρατά του. Θέλω να λησμονήσω το φυσικόν μου! — Εγώ, ο τόσον καλός πατέρας!... Είναι έτοιμα τα άλογά μου; ΓΕΛΩΤ. Τα γαϊδούρια σου σου τα ετοιμάζουν. — Έχει τον λόγον του, ότι οι επτά αστέρες δεν είναι περισσότεροι από επτά.

Ξαπλόνεται, γκυλίεται, Κι' αφέντης πλιο λογέται· Μόν η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, Σαν πόνηρη ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει; Τον πιάνει και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Πως ταύτα μεν να πληρώνονται πέντε φράγκα το κουτίον, οι δε εγκλείοντες το άρωμα και τον χυμόν του βουνού βολβοί, να ρίπτονται εις την θάλασσαν ή τους χοίρους, διά τον λόγον ότι δεν τους τρώγουν «ούτε τα πρόβατα, ούτε τα γίδια, ούτε τα γαϊδούρια, ούτε οι Αθηναίοι», ως μας έλεγαν οι χωρικοί.

ΜΩΜ. Είνε πολύ ευκολονόητα, ώστε να μην έχωμεν ανάγκην του Θεμιστοκλέους διά να μας τα εξηγήση. Λέγει καθαρά ότι ο μεν Απόλλων είνε αγύρτης, ημείς δε οι άλλοι που τον πιστεύομεν είμεθα γαίδούρια και μουλάρια ξέστρωτα που δεν έχομεν ούτε μιας ακρίδας μυαλό. ΗΡΑΚΛΗΣ. Εγώ, πατέρα, αν και είμαι ξένος εδώ και παρείσακτος, θα τολμήσω να είπω την γνώμην μου.

Το πολύ έμπα-έβγα σ' ένα σπίτι, καταλαβαίνεις... Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος... Δεν είπα να κόψωμε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κ' οι άλλοι φίλοι, νάρχεσαι να μας βλέπης. Μην το πάρης αλλοιώς... Με συμπαθάς μάλιστα...» Αυτά του είπα. — Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι' αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρης το στυλιάρι του μποτζαργάτη!

Μον η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, 930 Σαν πονηρή ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του 935 Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, 940 Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει, Τον πιάνει, και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, 945 Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·