United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις.

Εν τοιαύτη περιβολή περιήλθε την αίθουσαν σταματών προ εκάστου των επίπλων, των ανακλίντρων, ερμαρίων, καθρεπτών, λαμπτήρων και των άλλων, τα εξήταζε δε από όλα τα μέρη ως θέλων να εκτιμήση την αγοραίαν τιμήν των, την οποίαν έσπευδεν έπειτα ωσεί να σημειώση επί του χάρτου.

Και ο Ισραήλ ωσαύτως είχε ταπεινωθή αφ' εαυτού και υπέφερεν εκ της πείνης εις την έρημον, και εκεί, εν τη εσχάτη αυτού ανάγκη, ο Θεός τον έθρεψε με μάννα, όπερ ήτο ωσεί τροφή αγγέλων πίπτουσα εξ ουρανού.

«Αλλά και αν ο Θεός άλλως θελήση, ας παρηγορηθώμεν και ας χαρώμεν, διότι ημάς εδιάλεξε διά την υψηλήν θυσίαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Τάχα αργά ή γρήγορα δεν θ' αποθάνωμεν; Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού.

Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κ' έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ' ούτος τότε δι' επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ' αυτού το κενόν. — Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.

Όταν παρά τινος τυμβωρύχου φιλολόγου ανεκαλύφθη και προέκυψεν ότι τα ποιήματα του Όσσιαν δεν ήσαν ειμή πλαστογραφίαι του Μακφερσώνος, διεσκεδάσθησαν δε εκ μιας ωσεί καπνός τα ιδανικά αυτών θέλγητρα, απερίγραπτος λύπη κατέλαβε πολλούς εκείνων, οίτινες είχον συνηθίσει να πιστεύωσιν εις την ύπαρξιν του Βάρδου πολεμιστού.

Β' ΑΝΗΡ Μωρέ κουτέ, όλοι αυτοί οι νόμοι της εισφοράς, πολλές φορές να μείνουν και στη μέση μπορούνε, αν γενή σεισμός, ή κεραυνός αν πέση που νάχη γούρι άσχημο, η γάττα να διαβαίνη. Α' ΑΝΗΡ ωσεί καθ' εαυτόν Καλή δουλειά θα πάθαινα, αν ήτανε πιασμένη η αγορά, και δεν βρεθή μια θέσι να ταφήσω.

Μα δεν παύει, Θεέ μου!. . . εψιθύρισεν αίφνης, ωσεί απαυδήσασα. Κ' επήδησεν ορθία, ανατινασσομένη ορμητικώς καθ' όλα αυτής τα μέλη, θέλουσα ν' απορρίψη την νάρκην και την εντύπωσιν, την οποίαν της επέφερεν ο τόνος της φλογέρας.

Να είνε αφορεσμένος! είπεν αίφνης με σθεναράν φωνήν ο ιερεύς, περατώσας την ανάγνωσιν. — Αφωρεσμένος! απήντησεν ευθύς ομόφωνον και το πλήθος. — Καταραμένος! επανέλαβεν ο ιερεύς. — Καταραμένος! — Η γη να μη τον λυώση!. . . — Να μη τον λυώση! Και με την τελευταίαν λέξιν οι χωρικοί εστέναξαν βαθέως, ωσεί ανακουφισθέντες του εφιάλτου, του πιέζοντος πριν τα στήθη των.