United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην «παραγυιός», αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις έξ.

Αι τέσσαρες κυρίαι έφερον μακράς εσθήτας ανοικτοχρόους και πίλους σκληρούς με πλατείς προ του μετώπου πετάσους, εστολισμένους με άνθη ποικιλόχροα και πτηνά με ανοικτά ράμφη οίτινες ωμοίαζον ως να ήσαν φωλεαί εξ αχύρου και χόρτου με τα πτηνά εντός.

Έτρεξες και συ κατόπιν του οκνός, ασθμαίνων, αλλ' έως να φθάσης εις την όχθην της λίμνης πατών επί του ολισθηρού βάλτου, γλυστρών ανάμεσα εις ταις αρμυρήθραις και εις ταις βουρλιαίς, ο Χριστοδουλής είχε κόψει ήδη ολόκληρον δεσμίδα εκ των πρωίμων ευωδών και μεθιστικών ανθέων, τα οποία εζήτει η Πολύμνια, τρέχων από συστάδα χόρτου εις συστάδα, αίτινες εσκίαζαν φιλαδέλφως τα πτωχά ωραία άνθη, τα τόσον τρυφερά και ασθενή, με τα λευκά πέταλα και τον ωχρόν ύπερον, τα οποία εφαίνοντο ως να παραπονούνται, διά τί να φύωνται εις το χώμα και να είνε τόσον χαμαιπετή· ο Χριστοδουλής τα έκοπτεν ασπλάγχνως ανά δύο και τρία, μεμιγμένα με χόρτα, και τα εστοίβαζεν επί της ωλένης της χειρός του, μεταβαίνων από βουρλιάν εις βουρλιάν, βλέπων τα βούρλα και αναστενάζων, διά τι να μην έχη αλιεύσει με τας χείρας του τόσαις πέρκαις, και τριγλία, όσα βούρλα έβλεπε, και διατί να μη δύναται να χρησιμοποιήση ταύτα όπως ορμαθιάση εκείνα.

Την εχώριζεν από τον δρόμον ένας ξύλινος φράκτης χρωματισμένος. Μεταξύ δε του φράκτου και της οικίας ήτο έν ωραίον περιβολάκι γεμάτον από άνθη, και εις μίαν του άκραν είχε φυτρώσει έν μικρόν χαμόμηλον εις την μέσην του καταπρασίνου χόρτου.

Ησθάνετο την ανάγκην να έχη συντροφιάν την πνοήν της μητρός του,. . Ευτυχώς η μήτηρ του τού είχεν αφήσει και άλλην συντροφιάν, την φωτιάν την οποίαν είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες, και αφού την περιώρισε μεταξύ πλακών και λίθων, μακράν παντός ξηρού χόρτου ή θάμνου χλωρού ή ρίζης δένδρου, είπεν ότι την αφίνει «για συντροφιά» και δεν την έσβυσε.

Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόνκαι δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον.