United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο: — Από το Προμύρι!

Και άφησε τους πεθαμένους! Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της θαλάσσης.

Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι γονάκων του βρακίου.

Περί την αυγήν έφθασαν εις την έπαυλιν του Φάονος. Εκεί οι απελεύθεροι δεν τω απέκρυψαν πλέον ότι ήτο καιρός να αποθάνη. Εκείνος παρήγγειλε να σκάψουν τον λάκκον και εξηπλώθη επί της γης διά να δυνηθούν να λάβουν το ακριβές μέτρον του σώματός του. Το φουσκωμένον πρόσωπόν του έγινε πελιδνόν και επί του μετώπου του ανεφάνησαν σταγόνες ιδρώτος όμοιαι προς τας σταγόνας δρόσου. Εβαυκαλίσθη και πάλιν.

Κ'στοδουλή, βρε ! δεν έβγαλες ακόμα κανένα χταπόδι; Εκείνος τα χταπόδια και τα καβουράκια τα έβαζεν εις τον φουσκωμένον και βρεγμένον κόλπον του υποκαμίσου του, έχων τρόπον να τα ψοφά με δαγκωματιαίς και με ακρωτηριασμούς, και σου έδειχνε μόνον ταις γρινιάτσαις, λέγων ότι θα υπάγη ύστερ' από το μεσημέρι να ψαρέψη με την καλαμιά.

Και έν κύμα πελώριον, φουσκωμένον, εωσφορικόν, πλαταγίζον, ογκούμενον, ως να είχεν εισέλθει κ' εκρύπτετο έσω αυτού το δαιμόνιον του μίσους, φαντάζον οιονεί υγρόν κήτος, προτείνον αφρούς αντί οδόντων λευκών, συνέλαβεν ως διά πελωρίας αρπάγης από την πρύμνην και από την πρώραν, από την τρόπιν και από τας δύο πλευράς, το μικρόν σκάφος και φέρον το έρριψεν επί του βράχου, όπου μετά φοβερού ροίβδου και πολυκτύπου πλαταγισμού ο ασθενής φλοιός κατασυνετρίβη διά να πέση πάλιν εις τεμάχια εις τα πολλά μικρά κύματα, εις ά διελύθη εν ακαρεί το έν, το μέγα, τα οποία μετά φλοίσβου θωπευτικού εδέχθησαν την βοράν των.