Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! — Ποίος; ΜΑΚΔΩΦ Οι φύλακές του, φαίνεται. Αιματωμένα ήσαν τα πρόσωπα, τα χέρια των, καθώς και τα μαχαίρια που ηύραμεν ασκούπιστα εις τα προσκέφαλά των. Εφαίνοντο εμβρόντητοι και παραζαλισμένοι. Σ' αυτούς ζωή δεν έπρεπε να πιστευθή ανθρώπου! ΜΑΚΒΕΘ Και όμως μετενόησα πώς εις την έξαψίν μου να τους φονεύσω και τους δυο! ΜΑΚΔΩΦ Ω! Διατί, ω Μάκβεθ;
Πώς να τα ξέρω που ήμουν εχθρός των; Τον φίλον όμως του Αχιλλέως τον Πάτροκλον δεν εδυσκολεύθηκα να φονεύσω με μια κονταριά. ΜΙΚ. Έπειτα εσένα σ' εφόνευσε ο Μενέλαος πολύ ευκολώτερα. Αλλά γι' αυτά είπαμε αρκετά, τώρα δε να μου πης για τον Πυθαγόρα.
Διότι μεταξύ φίλων, οι οποίοι είναι πραγματικοί φίλοι, δεν υπάρχει τίποτε ιδιαίτερον, αλλά όλα είναι κοινά. Αν λοιπόν, όταν λείπη εκείνος, δεν φροντίσω εγώ διά τα συμφέροντά του, είμαι άνθρωπος φαύλος και όχι φρόνιμος. Αλλά άφησε πλέον τον ναόν αυτής της θεάς, διότι, αν αποθάνης συ, αυτό το παιδί σώζεται από τον θάνατον. Αν όμως συ δεν θέλης ν' αποθάνης, θα φονεύσω αυτό.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Τα δε θεία δεν τα νομίζεις θεία, και δεν σου φαίνεται ότι θα δώσης λόγον; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όταν έλθη ο καιρός, θα τα υποστώ. Αλλά εσέ θα σε φονεύσω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως όχι• αν θέλη όμως η κόρη μου, θα της το δώσω να το φονεύση. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον! Πώς να σε κλάψω, παιδί μου! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως και αυτό δεν ημπορεί να έχη πολλάς ελπίδας.
Ω άνομη, εφώναξα εγώ, έχεις ακόμα πρόσωπον να μου ζητήσης συμπάθειον, μάγισσα παράνομη, που με τες μαγείες σου με έκαμες να υστερηθώ την αληθινήν μου γυναίκα; δεν είναι πλέον έλεος εις εσένα. Και έτσι λέγοντας την έκαμα κομμάτια και την άφησα εκεί· και ευθύς εδόθηκα διά να κυνηγήσω και τον άνδρα που με αυτήν ηύρα, διά να τον φονεύσω και αυτόν.
Εάν αποθάνη, και η θυγάτηρ του διαδεχθή την βασιλείαν, η θυγάτηρ αύτη της οποίας θέλει σήμερον να φονεύσω τον υιόν, εις ποίους κινδύνους θα ευρεθώ εκτεθειμένος; Εν τούτοις, διά την ασφάλειάν μου, είναι μεν ανάγκη να φονευθή το παιδίον, αλλ' ο φονεύς ας ήναι εκ των ανθρώπων του Αστυάγους και ουχί εκ των ιδικών μου.»
Τέλος ο βασιλεύς εξήνεγκε την ακόλουθον απόφασιν. «Εάν δεν εθεώρουν ως μέγα έγκλημα να φονεύσω τινά εκ των ξένων όσοι βιαζόμενοι υπό των ανέμων έρχονται εις τον τόπον μου θα σε ετιμώρουν υπέρ του Έλληνος εκείνου, σε τον κάκιστον των ανθρώπων, όστις φιλοξενηθείς παρ' αυτού, έπραξες έργον ανοσιώτατον· επλησίασες την γυναίκα του ξένου σου, και δεν ηρκέσθης εις τούτο, αλλ' αποπλανήσας αυτήν την έκλεψες και έφυγες· και ούτε εις αυτό ακόμη ηρκέσθης, αλλ' ήλθες γυμνώσας την οικίαν του φιλοξενήσαντός σε.
Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του. Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα του Χριστού! . . . — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε προπέμψω έως την θύραν. Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;» — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!
Διά πολλάς αιτίας, δεν θα φονεύσω εγώ το παιδίον, πρώτον μεν διότι είναι εκ του αίματός μου και δεύτερον διότι ο Αστυάγης είναι γέρων και δεν έχει άρρενας απογόνους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν