United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήτο ο Τάνταλος ποιητής και έγραφεν ύμνον εις το ύδωρ πιστεύομεν ότι και τον Τάσσον και τον Πίνδαρον αυτόν ήθελεν υπερβή. Τοιούτοι Τάνταλοι ήσαν οι από της δούλης πεδιάδος βλέποντες πλανωμένην επί των ράχεων του Πίνδου και Ολύμπου εν χρυσοίς όπλοις την ελευθερίαν.

Ιδού δε και το επίγραμμα το οποίον υπήρχεν επί της στήλης και το οποίον αξίζει να αναφέρω αυτολεξεί. «Πάσχω ως ο Τάνταλος• καιόμενος υπό του φρικτού δηλητηρίου, και την βάσανον της δίψης μου αδύνατον να καταπαύσουν του Δαναού αι θυγατέρες, αδιακόπως καταγινόμεναι ν' αντλούν ύδωρ».

Και πριν η Μάρω σκεφθή να τον εμποδίση, ώρμησεν, ως ο Τάνταλος κ' εκόλλησε τα χείλη του εις μικρόν λάκκον, φέροντα τον τύπον αρνοπατήματος. . . Η Μάρω είχεν ήδη αναλάβει μόνη της τον αγώνα. Πλάσμα αδύνατον, μεμονωμένον εντελώς, εξηκολούθει εν τούτοις πορευομένη προς τα εμπρός, όπερ ήτο εξ αρχής το σύνθημά των, όπου έτεινον ακράτητοι αι ψυχαί των, σύρουσα όπισθεν τον αδελφόν της.

Αλλ' εγώ, εάν τίποτε από αυτά αληθεύη, θα το μάθω όταν αποθάνω• επί του παρόντος δε θα ήθελα τον ολίγον καιρόν που θα ζήσω να ευτυχώ και μετά θάνατον ας μου σπαράσσουν το ήπαρ δεκαέξ γύπες• να μη διψώ όμως εδώ όπως ο Τάνταλος και να περιμένω να ξεδιψάσω εις τας νήσους των Μακάρων, αναπαυόμενος μετά των ηρώων εις το λιβάδι των Ηλυσίων.

Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας.

Τα μάτια χωμένα μέσα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν άσπρα και άφωτα σαν σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο το μισό είχεν απομείνει. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά είχεν ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όκιο έχασκε πάντα σαν διψασμένος Τάνταλος! Στο θέαμα εκείνο είπαμε όλοι να παραιτήσουμε τον ανώφελον αγώνα. Μα η φιλοτιμία μάς εσυγκρατούσε.