Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Τι όνειρον! Γλυκύ, δροσερόν όνειρον. Η πλατεία μπούμα, αγρυπνούσα με παρεφύλαττεν ως δροσερός άγγελος καθ' όλην την νύκτα. Αλλ' εκοιμήθην επί στρώματος εξ ανθέων; Εκοιμήθην επί του αφρού; Εκοιμήθην επί νεφέλης κούφης; Ελαφρά; Μαλακά; Εναέριος; Επί πτίλων περιστερών; Επί πετάλων ρόδων; Επί ερίων χρυσών; Κλίνη μυστηριώδης. Βυθίζουσα εις το αχανές. Ανάγουσα εις κόσμους μεταρσίους.

Όταν εις την αθλίαν Ελλάδα από τα έσχατα Της ερυθράς θαλάσσης Των αραβίων πετάλων Ήλθεν ο κτύπος· Εκεί προς τα λουτρά Όπου τας τρίχας πλύνουσι Των φοιβηίων η Ώραι, Τότε δικαίως εφύγατε Ω Πιερίδες, Και τώρα εις τέλος φέρετε Την μακράν ξενιτείαν. Χρόνος χαράς επέστρεψε, Και λάμπει τώρα ελεύθερον Το Δέλφιον όρος.

Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής!

Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός γης.

Θεέ μου! διά την εικόνα εκείνην, το τρομερόν είχε δώσει βοήθειαν εις το γελοίον. Άνθος θαυμάσιον έθαλλε, το δε μύρον του εβαλσάμωνε τον αέρα· αλλ' επί των πετάλων αυτού αντανεκλάτο ο ήλιος εις αηδές περιδέραιον εκ σιέλων.

Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν. Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει. Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού εις την γην. Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον.

Την σιωπήν διέκοπτε μόνος ο κρότος των πετάλων των ημιόνων μας, και αι άγριαι πού και πού κραυγαί του αγωγιάτου, παροτρύνοντος τα ζώα του. Επί τέλους εισήλθομεν εντός του Κάστρου. Τα κάστρα ταύτα εκτίζοντο, ως γνωστόν, επί απροσίτων κορυφών, ότε οι κάτοικοι των νήσων ήσαν εκτεθειμένοι εις τας προσβολάς των πειρατών, ενίοτε δε και εις τας των διωκτών των πειρατών. Ήσαν δε αληθή φρούρια.

Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου; — Πλησίασε και θα εννοήσης. Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα. Λέγει το Φάσμα: — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων. Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου επροξένησε ρίγος.

Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα. Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ. Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος. Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά. Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ. Προσήγγισε και ο τελευταίος.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν