Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


Αυτός είνε ο άθλιος, έλεγεν ο ρινόφωνος οικονόμος της Μονής πάτερ-Σισώης, προσθέτων και το ρητόν αργά-αργά: — Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν... ».

Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη. — Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Ό έρως είνε μέγιστος, αλλά και ακατανόητος οικονόμος της φύσεως· δημιουργεί διά του θανάτου, και φονεύει διά της ζωής. Δεν είνε παράδοξον να ίδης και το ελάχιστον, να στενοχωρήται εν τω μεγίστω πλειότερον, παρ' όσον το μέγιστον εν τω ελαχίστω. Η αμαρτία αρχήν μόνον έχει, τέλος δεν έχει ποτέ.

Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς. Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια.

Πλην τέλος εφάνη εις την άμμον έξω ο οικονόμος ο πάτερ-Γαλακτίων, σύρων μετά κόπου ονάριον φορτωμένον. Ο Μανώλης ιδών αυτόν, πάραυτα με τα κουπιά επλησίασε προς την ακτήν, εις μέρος, όπου εσχηματίζετο φυσική διά σκοπέλων αποβάθρα, και εδιπλάρωσε την σκαμπαβίαν του με φόβον και με προσοχήν, να προφθάση πριν ξεσπάση ο άνεμος.

Τοιούτοι δε διωρίσθησαν ο Έπαρχος της αυλής Ολύμπιος, ο έπαρχος της πόλεως Λεόντιος και ο οικονόμος της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας Αναστάσιος. Μετά των πρέσβεων τούτων απήλθε και ο Σαήν αφήσας πολιορκητικόν στρατόν εις την Χαλκηδόνα, αφού απέσυρε το μεγαλείτερον μέρος του στρατού του εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.

Μόνον ο καπετάν-Σαράντος ουδέ ζωγραφιστόν δεν ήθελε να τον βλέπη τον Μέλτον τον Μισακόν, όχι διότι τον επεριγελούσετον έμελεν αυτόν τι θα πουν οι ανόητοι, διότι τάχα ήτο οικονόμος: — αλλά διότι με τα αστεία του εξωδεύετο πολλή γαλέτα εις το πλήρωμα . . . Και αφού ετελείωσαν και τα ναξιώτικα Χριστούγεννα, διέταξεν ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, ενθουσιασθείς, να τα είπη και Σαντορινιά.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον, έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται με χαράν, και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο! Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων Οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κ' εκείνος: — Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν