Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Φαίνεται πως άδικο δεν είχα, αφού ο ίδιος ο Ζολάς μου έστειλε γραμματάκι, να μου μηνήση πως μίλησα για το βιβλίο του ίσα ίσα όπως του άρεζε και πως βρέθηκε να είμαι ο μόνος που είπε όσα κι αυτός ήθελε νακούση, γιατί έλεγα πως στον Πασκάλ περιγραφές έχει πολύ πιο λίγες, κ' είναι σωστός συβολισμός όλο του το βιβλίο.
Από τη βραδινή ακόμα που απέθανε ο Ζήνωνας μαζεύτηκαν οι συγκλητικοί κ' οι άλλοι αρχόντοι μες στο παλάτι να εκλέξουνε διάδοχο, ο λαός στο ιπποδρόμιο νακούση και να πη τη γνώμη του, κι ο στρατός στη μέση παραταγμένος να τους προσέχη. Στο ιπποδρόμιο ως τόσο γινότανε μεγάλη οχλοβοή, κ' έστειλαν οι Συγκλητικοί την Αριάδνη να πάη να τους καθησυχάση.
Για να κάμη ονομαστική πατέρας , έπρεπε νακούση μια αιτιατική πατέραν και για νακούση αφτή την αιτιατική, έπρεπε πρώτα να ξέρη την αιτιατική πατέρα · την αιτιατική πατέρα δεν μπορούσε όμως να τη μάθη παρά από τους αρχαίους.
Και τόσον ζωηρόν ήτο το φανταστικόν του αίσθημα, ώστε διέχυνε φρικιάσεις ηδονικάς εις τα νεύρα του. Αλλά την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του ανέβαλλε το πείσμα το οποίον εξήγειρεν εις την ψυχήν του η επίμονος και ακατανίκητος αντιπάθεια της Μαργής. Τον επείσμωνεν η ιδέα ότι μετά τόσας προσπαθείας δεν είχε κατορθώσει νακούση ένα ήμερον λόγον από τα χείλη της. Η ανδρική του υπερηφάνεια εξανίστατο.
Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο είς εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είνε πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανώλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθη χωρίς να είνε βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε νακούση την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.
— Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;
Η εικόνα εκείνη του τυπώθηκε τόσο ζωηρά στη φαντασία, ώστε τίποτε δεν μπορούσε να τη σβήση. Και διηγότανε στον καθέναν, που ήθελε νακούση, πως ήρθε ο θάνατος στον Πέτρο και τονέ φοβέριξε πως θα τον πάρη και πως έφυγε πάλι, όταν ο Πέτρος τον παρακάλεσε τόσο θερμά. Το διηγότανε με τέτοιον τρόπο, που ανατρίχιαζε μόνο με την ανάμνηση κι ο ίδιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν