United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις μίαν γωνίαν ήναπτον πυράν, θέτοντες άνωθεν υψηλής πυροστιάς μεγάλον λέβητα, πλήρη νερού· άλλοι εκαθάριζον οξείας αρπάγας, άλλοι εκομβόδεναν σχοινιά κ' ένας βλοσσυρός και δασύτριχος χωρικός ηκόνιζε θορυβωδώς επί του μασακίου του χονδράν μάχαιραν.

Διότι μετά την αναχώρησιν των απεσταλμένων του, προσέχων εις την προθεσμίαν των εκατόν ημερών, επενόησε πράγμα το οποίον κανείς δεν ηδύνατο να υποπτεύση· Κατέκοψεν εις τεμάχια χελώνην και αρνίον, και τα έρριψεν εις λέβητα χάλκινον με σκέπασμα χάλκινον διά να βράσουν ομού.

Εις την μίαν δε άκραν εκρέμασαν δι' αλύσεων λέβητα· έν δε ακροφύσιον σιδηρούν, όπου έκλινε προς τον λέβητα, εκρέματο από της κεραίας, της οποίας το πλείστον μέρος ήτον επίσης ενουμένον με σίδηρον.

Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράση, καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίση ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλη «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους που γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του διά να τον κάμη στανικώς να τον φιλέψη ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε.

Μερικοί δε και μόνον διότι ήγγισαν απ' έξω εις τον λέβητα με το άκρον του δακτύλου και επασαλείφθησαν με την καπνιάν νομίζουν ότι αρκετά και αυτοί μετεχρωματίσθησαν. Αλλά συ, εννοείται, θα συναναστρέφεσαι με τους καλλιτέρους. Ενώ όμως ομιλούμεν, επλησιάσαμεν εις την Αττικήν ώστε ας αφήσωμεν δεξιά το Σούνιον και ας διευθυνθώμεν προς την Ακρόπολιν.

Καταιμωδιασμένη, απηλπισμένη, κροτούσα τους οδόντας εκ του ψύχους, έχουσα τον βόρβορον υπό τους πόδας της και την χάλαζαν άνω της κεφαλής της, μη ευρίσκουσα αλλού προφύλαξιν, εισήλθεν υπό μικρόν λέβητα, εντός του οποίου άλλοτε, κατά τας ευτυχείς ημέρας της, έβραζε το γάλα των κατσικών, το οποίον μετεποίει εις τυρόν ή γιαγούρτι.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475